-
1 δεκτικός
δεκτικός, zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.
-
2 δεκτικος
31) могущий вместить или принять (в себя), принимающий (в себя)(μόριον δεκτικὸν τροφῆς = ἥ κοιλία Arst.)
2) восприимчивый(ἐπιστήμης Plat.; αἰσθητῶν Arst.; δεκτικὸν ποιεῖν τινά τινος Plut.)
3) подверженный(γενέσεως καὴ φθορᾶς Arst.; οὐ δ. ὕπνου θεός Plut.)
-
3 δεκτικός
δεκτικόςfit for receiving: masc nom sg -
4 δεκτικός
η, ό[ν]1) способный вместить, вместительный; 2) восприимчивый; 3) пригодный (для чего-л.); поддающийся (чему-л.); допускающий (что-л.);τό εδαφος είναι δεκτικόν καλλιεργείας — эта земля пригодна для обработки;
ο μαθητής είναι δεκτικός βελτιώσεως — этот ученик может стать лучше
-
5 δεκτικός
A fit for receiving, τὸ τῆς τροφῆς δ. the part that receives the food (sc. ἡ κοιλία), Arist.Pol. 1290b27, cf. HA 489a3;αἰσθητήριον δ. τῶν αἰσθητῶν Id.PA 647a7
; [ τοῦ εἴδους] Id.Metaph. 1023a12: [comp] Comp., Id.Pr. 966a12.2 capable of, ;ἐναντιώσεων Arist. GC 320a4
; ;διατάξεως Porph.Abst.1.7
; ;θυμοῦ Phld.Ir.p.87
W.;πόνων Demetr.Lac.Herc.1012.45
F., cf. Phld.D.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκτικός
-
6 δεκτικός
(insan) yumuşak başlı -
7 δεκτικός
podatny przym. -
8 παρα-δεκτικός
παρα-δεκτικός, ή, όν, aufzunehmen geschickt, aufnehmend, Clem. Al.
-
9 κατα-δεκτικός
κατα-δεκτικός, ή, όν, aufnehmend, Macrob. Saturn. 7, 4.
-
10 αἱματο-δεκτικός
αἱματο-δεκτικός, Blutauffangend, Schol. Ar. Th. 756.
-
11 ἀνα-δεκτικός
ἀνα-δεκτικός, zum Aufnehmen geeignet, Sext. Emp.
-
12 ἐπι-δεκτικός
ἐπι-δεκτικός, ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.
-
13 ἐκ-δεκτικός
ἐκ-δεκτικός, ή, όν, exceptorius, Sp.
-
14 ὑπο-δεκτικός
ὑπο-δεκτικός, ή, όν, zum Aufnehmen, Annehmen gehörig, δεῖπνον, zur Bewillkommnung, Plut. Symp. 8, 7, 1.
-
15 podatny
δεκτικός -
16 δεκτικά
δεκτικόςfit for receiving: neut nom /voc /acc plδεκτικά̱, δεκτικόςfit for receiving: fem nom /voc /acc dualδεκτικά̱, δεκτικόςfit for receiving: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 δεκτικώτερον
δεκτικόςfit for receiving: adverbial compδεκτικόςfit for receiving: masc acc comp sgδεκτικόςfit for receiving: neut nom /voc /acc comp sg -
18 δεκτικόν
δεκτικόςfit for receiving: masc acc sgδεκτικόςfit for receiving: neut nom /voc /acc sg -
19 δεκτικώτατον
δεκτικόςfit for receiving: masc acc superl sgδεκτικόςfit for receiving: neut nom /voc /acc superl sg -
20 δεκτικαί
δεκτικόςfit for receiving: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
δεκτικός — fit for receiving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικός — ή, ό (AM δεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που είναι κατάλληλος να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει κάτι («το πλοίο δεν είναι δεκτικό μεγάλου φορτίου») 2. ο επιδεκτικός, όποιος παρουσιάζει κλίση, ικανότητες ή εχέγγυα για κάτι («δεκτικός εξελίξεως»,… … Dictionary of Greek
δεκτικός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχτεί κάτι, να πράξει κάτι, δεν αποκλείει και δεν απορρίπτει: Είναι ένα παιδί πολύ δεκτικό στη μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκτικά — δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc pl δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc/acc dual δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικώτερον — δεκτικός fit for receiving adverbial comp δεκτικός fit for receiving masc acc comp sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικῶν — δεκτικός fit for receiving fem gen pl δεκτικός fit for receiving masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικόν — δεκτικός fit for receiving masc acc sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικώτατον — δεκτικός fit for receiving masc acc superl sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικαῖς — δεκτικός fit for receiving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικαί — δεκτικός fit for receiving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικοῖς — δεκτικός fit for receiving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)