-
1 Δεξαμένη
-
2 δεξαμενη
ἥ [δέχομαι]1) водоем, бассейн, цистерна Her., Plat., Arst., Diod.2) филос. вместилище (любых форм), т.е. чистая материя Plat., Plut. -
3 δεξαμενή
-
4 δεξαμενῇ
-
5 δεξαμενή
-
6 δεξαμενή
δεξαμενήreceptacle: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 δεξαμενή
A receptacle for water, tank, cistern, Hdt.3.9,6.119, PSI1.66 (v A.D.); of the veins, Democr.135; vehicle, as matter of form, Pl.Ti. 53a, Aen.Gaz. Thphr.p.66 B.: generally, receptacle, Ph.1.647, D.C.76.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξαμενή
-
8 Δεξαμένη
Δεξαμένη (‘Cistern’): a Nereid, Il. 18.44†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Δεξαμένη
-
9 δεξαμενή
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεξαμενή
-
10 δεξαμενή
η1) бассейн, водоём; пруд; 2) резервуар, цистерна; бак;ιχθυοτρόφος — садок для рыб;3) док;μόνιμος δεξαμενή — сухой док;
πλωτή δεξαμενή — плавучий док
-
11 Δεξαμένῃ
Βλ. λ. Δεξαμένη -
12 δεξαμένη
δέχομαιtake: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)δείκνυμιbring to light: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————δέχομαιtake: aor part mid fem dat sg (attic epic ionic)δείκνυμιbring to light: aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) -
13 δεξαμένῃ
Βλ. λ. δεξαμένη -
14 δεξαμένη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεξαμένη
-
15 δεξαμενή
[дэксамэни] ουσ. Θ. резервуар, цистерна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεξαμενή
-
16 δεξαμενή
-ῆς ἡ N 1 1-0-0-0-0=1 Ex 2,16receptacle, trough (used to hold water or food for anim.) -
17 δεξαμενή
[дэксамэни] ουσ θ резервуар, цистерна. -
18 δεξαμενή
la pisci'na -
19 δεξαμενή
баcенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δεξαμενή
-
20 δεξαμενή
su deposu, sarnıç
См. также в других словарях:
δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον … Dictionary of Greek
Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)