-
1 διακεκριμένος
[диакэкримэнос] еж. замечательный, выдающийся.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακεκριμένος
-
2 деятель
деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης* * *мгосуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας
обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας
полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός
профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής
заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας
заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
-
3 заслуженный
заслуженный (о звании) τιμημένος, εκλεκτός \заслуженный артист ο διακεκριμένος καλλιτέχνης \заслуженный мастер спорта о διακεκριμένος πρωταθλητής* * *( о звании) τιμημένος, εκλεκτόςзаслу́женный арти́ст — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
заслу́женный ма́стер спо́рта — ο διακεκριμένος πρωταθλητής
-
4 крупный
крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας* * *1) ( большой) μεγάλος, χοντρόςкру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι
2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας
-
5 выдающийся
выдающийся διακεκριμένος, διάσημος (тк. о- человеке )' εξαίρετος (замечательный)* * *διακεκριμένος διάσημος (тк. о человеке); εξαίρετος ( замечательный) -
6 знатный
-
7 писатель
писатель м о συγγραφέας* знаменитый \писатель о διακεκριμένος συγγραφέας* * *мο συγγραφέαςзнамени́тый писа́тель — ο διακεκριμένος συγγραφέας
-
8 видный
ви́дн||ыйприл1. (видимый) ὁρατός:быть \видныйым εἶμαι ὁρατός·2. (выдающийся) διακεκριμένος, ἐξέχων, περιφανής, διάσημος:\видный ученый ὁ διακεκριμένος ἐπιστήμονας· \видныйое положение ἡ ἐξέχουσα (διακεκριμένη) θέση·3. (рослый, статный) разг λεβέντης, μέ καλή κορμοστα-σιά. -
9 заслуженный
заслу́||женный1. прич. от заслужить·2. прил ἐπάξιος, δικαιολογημένος, κερδισμένος μέ τήν ἀξία:\заслуженныйженный упрек ἡ δικαιολογημένη μομφή·3. (о звании) διακεκριμένος, τιμημένος:\заслуженныйженный артист (деятель науки) διακεκριμένος ἡθοποιός (επιστήμονας). -
10 знатный
знатныйприл1. (о выдающихся людях) διάσημος, διαπρεπής, διακεκριμένος:\знатный сталевар διακεκριμένος χύτης·2. уст. (принадлежащий к знати) εὐγενής, εὐπατρίδης, ἀριστοκρατικός:\знатный род γένος εὐγενών, ἀριστοκρατική οίκογέ-νεια. -
11 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
12 видный
επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.1. ορατός, θεατός•дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.
|| περίοπτος, περίβλεπτος•-ое место περίοπτη θέση.
2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.
3. ψηλόσωμος•видный мужчина ψηλός άντρας.
-
13 выдающийся
επ. από μτχ.έξοχος, διακεκριμένος, υπέροχος, εξαιρετικός•выдающийся ученый διακεκριμένος επιστήμονας•
-ееся произведение υπέροχο έργο.
-
14 знаменитый
επ., βρ: -нит, -а, -о.1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•
знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.
2. έξοχος, υπέροχος. -
15 деятель
ο παράγοντας, ο παράγωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деятель
-
16 артист
артистм ὁ καλλιτέχνης, ὁ ἡθοποιός:о́перный \артист καλλιτέχνης (или ἡθοποιός) τής ὀπερας (или τοῦ μελοδράματος); народный \артист СССР ὁ καλλιτέχνης του λαού τής ΕΣΣΔ; заслу́женный \артист республики ὁ διακεκριμένος καλλιτέχνης τής Δημοκρατίας. -
17 большой
больш||ойприл1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):\большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):\большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:\большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων4. (взрослый) μεγάλος:он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος. -
18 выдающийся
выдающийся1. прич. от выдаваться·2. прил (замечательный) διακεκριμένος, διαπρεπής, ἐπιφανής, διάσημος (о человеке)/ ἀξιοσημείωτος, ἀξιόλογος (о событии). -
19 заметный
заметн||ыйприл1. (видимый) αἰσθητός, ἀξιοσημείωτος, φανερός:\заметныйая разница ἡ καταφανής διαφορά·2. (выдающийся) ἀξιόλογος, ἐξέχων, διακεκριμένος:он человек \заметный εἶναι ἄνθρωπος ἀξιόλογος. -
20 именитый
именитыйприл уст. διακεκριμένος, διαπρεπής, περιφανής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διακεκριμένος — η, ο ξεχωριστός, σπουδαίος, έξοχος, σημαντικός: Είναι διακεκριμένος επιστήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακεκριμένος — διακρίνω separate one from another perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
διακρίνομαι — διακρίνομαι, διακρίθηκα, διακεκριμένος βλ. πίν. 2 Σημειώσεις: διακρίνομαι : η μτχ. διακεκριμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ξεχωριστός, εκλεκτός, διαπρεπής κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακρίνω — διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος 1. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με το νου ή με τις αισθήσεις, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αναγνωρίζω: Ο δάσκαλος τον διακρίνει από τους υπόλοιπους μαθητές. 2. χαρακτηρίζω: Η συμπεριφορά του διακρίνεται από πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Georgios Papandreou (historian) — Infobox Person name = Georgios Papandreou Γεώργιος Παπανδρέου birth date = 1859 birth place = Skoupi, Kalavryta, Achaia, Greece ) death date = 1940 death place = Athens, Greece occupation = historian, linguistGeorgios Papandreou (Greek: Γεώργιος… … Wikipedia
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… … Dictionary of Greek
αριπρεπής — ές (AM ἀριπρεπής [ οῡς], ές) 1. διαπρεπής, διακεκριμένος 2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»] … Dictionary of Greek