Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διακεκριμένος

См. также в других словарях:

  • διακεκριμένος — η, ο ξεχωριστός, σπουδαίος, έξοχος, σημαντικός: Είναι διακεκριμένος επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακεκριμένος — διακρίνω separate one from another perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • διακρίνομαι — διακρίνομαι, διακρίθηκα, διακεκριμένος βλ. πίν. 2 Σημειώσεις: διακρίνομαι : η μτχ. διακεκριμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ξεχωριστός, εκλεκτός, διαπρεπής κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακρίνω — διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος 1. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με το νου ή με τις αισθήσεις, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αναγνωρίζω: Ο δάσκαλος τον διακρίνει από τους υπόλοιπους μαθητές. 2. χαρακτηρίζω: Η συμπεριφορά του διακρίνεται από πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Georgios Papandreou (historian) — Infobox Person name = Georgios Papandreou Γεώργιος Παπανδρέου birth date = 1859 birth place = Skoupi, Kalavryta, Achaia, Greece ) death date = 1940 death place = Athens, Greece occupation = historian, linguistGeorgios Papandreou (Greek: Γεώργιος… …   Wikipedia

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… …   Dictionary of Greek

  • έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… …   Dictionary of Greek

  • αριπρεπής — ές (AM ἀριπρεπής [ οῡς], ές) 1. διαπρεπής, διακεκριμένος 2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»