Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνδικαλιστής

См. также в других словарях:

  • συνδικαλιστής — ο, θηλ. συνδικαλίστρια, Ν 1. συνδικαλιστικό στέλεχος, εργαζόμενος που ανήκει σε συνδικάτο 2. οπαδός τής πολιτικής θεωρίας τού συνδικαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.γαλλ. syndicaliste (βλ. λ. συνδικαλισμός, συνδικάτο)] …   Dictionary of Greek

  • συνδικαλιστής — ο στέλεχος συνδικάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμπατιέλος, Αντώνης — (1914 – 1995). Συνδικαλιστής και πολιτικός. Γεννήθηκε στο χωριό Σουλινά της Ρουμανίας. Στα νεανικά του χρόνια εντάχθηκε στο κομουνιστικό κίνημα. To 1932 οργανώθηκε στην OKNE και στο KKE. Υπήρξε συνδικαλιστής στον χώρο της Ναυτικής Ένωσης Ελλάδος… …   Dictionary of Greek

  • εργατοπατέρας — ο συνδικαλιστής ή συνδεδεμένος με το εργατικό κίνημα ο οποίος εμφανίζεται ως προστάτης τών συμφερόντων τών εργατών (ενώ συνήθως επιδιώκει προσωπικά οφέλη) …   Dictionary of Greek

  • συνδικαλιστικός — ή, ό, Ν [συνδικαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνδικαλισμό 2. φρ. α) «συνδικαλιστικό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών νομοθετικών διατάξεων και κανονισμών το οποίο αφορά τη σωματειακή οργάνωση και τη συλλογική δράση τών υποκειμένων… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέσα, Λεχ — (Lech Walesa, Ποπόβο, Πολωνία 1943 –). Πολωνός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας (1990 95). Εργαζόμενος ως ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία Λένιν του Γκντάνσκ δραστηριοποιήθηκε έντονα στο συνδικαλιστικό κίνημα, πρωτοστατώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • Ζουό, Λιόν — (Léon Jouhaux, 1879 – 1954). Γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γαλλικό και παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, κατά το α’ μισό του 20ού αι. Βιομηχανικός εργάτης, ενδιαφέρθηκε από νεαρή ηλικία για το σοσιαλιστικό εργατικό… …   Dictionary of Greek

  • Μπίβαν, Άνιουριν — (Aneurin Bevan, Τρένταγκαρ, Ουαλία 1897 – 1960). Βρετανός πολιτικός. Μεταλλωρύχος στην αρχή, έπειτα συνδικαλιστής και από το 1928 βουλευτής, αναδείχτηκε ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»