-
1 толстый
επ., βρ: толст, толста, толсто; толще.1. χοντρός•-ое дерево χοντρό δέντρο•
-ые стены χοντροί τοίχοι•
толстый стакан χοντρό ποτήρι•
-ые нитки χοντρές κλωστές•
-ые чулки χοντρές γυναικείες κάλτσες.
2. παχύς, παχύσαρκος, σαρκώδης, κρεατώδης•толстый мужчина χοντρός άντρας•
-ые губы χοντρά χείλη.
3. (για φωνή, ήχο) χοντρός, βαρύς, βαθύς.εκφρ.толстый карман – φούσκα οι τσέπες λεφτά, παραλής• πάμπλουτος•- ая мошна – βλ. προηγούμενη έκφραση (толстый карман)• толстыйая кишка το παχύ έντερο•поперк себя толще – (απλ.) μαμού θ. αρκουδάνθρωπος (πάρα πολύ χοντρός). -
2 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
3 крупный
крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας* * *1) ( большой) μεγάλος, χοντρόςкру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι
2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας
-
4 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
5 толстый
-
6 толщина
-
7 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
8 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ. -
9 крупный
επ., βρ: крупен, крупна, крупно;1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•крупный песок χοντρός άμμος•
крупный скот τα χοντρά ζώα•
крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•
крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•
-ые капли χοντρές σταγόνες•
крупный орех μεγάλο καρύδι•
-ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•
-ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•
крупный талант μεγάλο ταλέντο•
-учёный μεγάλος επιστήμονας•
-ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•
2. σοβαρός, σημαντικός•-ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.
εκφρ.- ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•- ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό. -
10 обхват
-а α.1. βλ. охват (1 σημ.).2. αγκαλιά•платан в два -а (χοντρός) πλάτανος δυο αγκαλιές.
|| διάμετρος, χόντρος. -
11 крупный
(по размеру) μεγάλος, χοντρός, ογκώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупный
-
12 мощный
1. (по силе, степени, величине) ισχυρός, δυνατός 2. (о пласте, слое чего-л.) παχύς, χοντρός 3 (имеющий большую мощность) μεγάλης ισχύοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мощный
-
13 флотация
горн. о διαχωρισμός (μέσω επίπλευσης)ο εμπλουτισμός ορυκτών (μέσω επίπλευσηςосновная - γενικός -, βασικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флотация
-
14 вульгарный
вульгарн||ыйприл1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική. -
15 жирный
жи́рн||ыйприл1. παχύς, χοντρός/ παχύσαρκος, πολύσαρκος (тучный)·2. (сальный) λιπαρός, στεατώδης:\жирныйое пятно́ λεκές ἀπό λίπος· ◊ \жирный шрифт полигр. τά παχειά στοιχεία· \жирныйая земля ἡ παχειά γή. -
16 заскорузлый
заскору́зл||ыйприл ροζιασμένος, χοντρός, τραχύς / перен ἀγροϊκος, ἀπελέκητος:\заскорузлыйые ру́ки ροζιασμένα χέρια. -
17 кряжистый
кряжистыйприл1. (о дереве) χοντρός, ὁγκώδης·2. (о человеке) κοτσονάτος, γεροδεμένος. -
18 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
19 толстить
толст||и́тьнесов разг δείχνω χον-τρόν, κάνω νά φαίνεται χοντρός. -
20 толстый
толст||ыйприл χοντρός, χονδρός, παχύς:\толстыйая бумага (стена) τό χοντρό χαρτί (τοίχος)· \толстыйые ру́ки τά χοντρά χέρια· \толстыйая доска τό μαδέρι· \толстыйое стекло́ то I χοντρό γυαλί· ◊ \толстый карман ἡ μεγάλη τσέπη, τό μεγάλο πουγγί· \толстыйая кишка анат. τό παχύ ἐντερο.
См. также в других словарях:
χόντρος — το, Ν η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χοντρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)] … Dictionary of Greek
χοντρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παχύς, ογκώδης: Κόβει τις ψέτες χοντρές. 2. παχύσαρκος, ευτραφής: Πήρε μια χοντρή γυναίκα. 3. για τη φωνή, βαρύς, βραχνός: Έχει χοντρή φωνή. 4. δύσκολος: Οι γυναίκες δεν είναι για χοντρές δουλειές. 5. άξεστος, αγροίκος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντρός — ή, ό, Ν βλ. χονδρός … Dictionary of Greek
χόντρος — το πάχος, παχυσαρκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… … Dictionary of Greek
χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] … Dictionary of Greek
χοντρούτσικος — η, ο, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. λεπτ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
ψήλος — το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω τού ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος [το])] … Dictionary of Greek