-
1 Η έξη είναι η δεύτερη φύση
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η έξη είναι η δεύτερη φύση
-
2 Η δεύτερη αγάπη είναι σαν ξαναζεσταμένα λάχανα
• Мило, пока не простылоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η δεύτερη αγάπη είναι σαν ξαναζεσταμένα λάχανα
-
3 Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
• В первую очередь помощь Бога, во вторую – соседаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
-
4 δεύτερος
η, ο [έρα, ον]1) второй;ο δεύτερος από τα δεξιά — второй справа;
ετερμάτισε δεύτερος — он финишировал вторым;
την δεύτερη φορά — во второй раз;
2) вторичный; повторный;τον κάλεσε γιά δεύτερη φορά — он его вторично пригласил;
3) второсортный; второй категории (о фруктах, товарах);§ ο δεύτερος δάκτυλος — указательный палец;
δεύτερο χέρι — наложение второго слоя (краски, штукатурки);
περνώ δεύτερο χέρι — покрасить во второй раз
-
5 επεξερχομαι
(= ἐπέξειμι См. επεξειμι)(fut. ἐπεξελεύσομαι, aor. 2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα)
1) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, идти войной, выступать(τινι Her., Thuc.; перен. τῷ ῥήματί τινος Plat.)
ἐπεξελθεῖν μηκέτι προσδεχομένῳ μάχην Plut. — напасть на уже не ожидавшего боя (противника), т.е. врасплох2) преследовать в судебном порядке(τινι φόνου Plat.)
3) карать, наказывать(ἀδίκημα Plut.; τέν πόλιν Eur.)
; воздавать, мстить(τῷ δράσαντι Thuc.)
4) доходить, достигать(ἥ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα Her.)
εἴδετε τέν ὕβριν ἐπ΄ ὅσον ἐπεξῆλθε Her. — вы видите, до чего дошло своеволие (Камбиса)5) проходить (вдоль и поперек)(πάντα τὰ τῆς χώρης Her.)
6) тщательно разбирать, рассматривать(ἀκριβείᾳ περὴ ἑκάστου Thuc.)
τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον Her. — тщательно обыскав все, но πᾶν ἐπεξελθεῖν Thuc. испробовать все средства;μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ΄ ἐπεξελθεῖν Aesch. — долго рассказывать об этом;ἔργῳ ἐ. Thuc. — приводить в исполнение -
6 εξαδέλφη
η двоюродная сестра;δεύτερη εξαδέλφη — троюродная сестра
-
7 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
-
8 φορά
η1) раз;αότή τη φορά — на этот раз;
άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;
δεύτερη φορά — вторично;
εκείνη τη φορά — в тот раз;
κάθε φορά — всякий раз;
μιά φορά — однажды, один раз;
δυό φορές — дважды;
άλλη μιά φορά — ещё раз;
μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;
πόσες φορές; — сколько раз?;
εκατό φορές — сто раз;
πολλές φορές — много раз;
λίγες φορές — редко;
μερικές φορές — иногда, изредка;
καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;
τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;
2) стремительность, быстрое движение;επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;
3) разбег;άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);
4) направление;φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);
κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;
5) движение, ход;η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;
§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;
ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;
φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;
είναι μιά φορ! — вот это да!
-
9 χωρώ
I (ε), χωράω (αόρ. (ε)χώρεσα) 1. μετ. вмещать, содержать в себе;η αίθουσα χωρεί χίλιους θεατές — зал вмещает тысячу зрителей;
§ δεν τον χωρεί ο τόπος — он места себе не находит;
δεν τον χωρει το σπίτι — ему дома не по себе;
δεν το χωρεί ο νούς μου — это не укладывается у меня в голове, это непостижимо;
αυτά τα παπούτσια δεν με χωρούν — эти ботинки мне малы;
2. αμετ. помещаться, вмещаться, содержаться;εδώ δεν χωρεί πλέον άλλος — здесь больше никто не поместится;
§ δεν χωρεί δεύτερη γνώμη — двух мнений быть не может;
στούς δυό τρίτος δεν χωρά — третий лишний;
δεν χωράει καμμιά αμφιβολία — не может быть никакого сомнения
χωρώ2II (ε) (αόρ. (ε)χώρησα) идти, двигаться, продвигаться -
10 Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος
-
11 Η συνήθεια κάνει νόμο
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η συνήθεια κάνει νόμο
-
12 Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
См. также в других словарях:
δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτέρῃ — δεύτερος second fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση: όπου η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται … Dictionary of Greek
Χοιρίλη — Δεύτερη σύζυγος του Ευριπίδη, κόρη του Μνησίλοχου από την οποία ο τραγικός ποιητής απέκτησε 3 γιους, τον Μνησαρχίδη, τον Μνησίλοχο και τον ομώνυμό του Ευριπίδη, που έγινε και αυτός τραγικός ποιητής. Η X., όπως και η πρώτη σύζυγος του Ευριπίδη,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek