-
1 второй
αριθ. τακτ.1. δεύτερος•второй год δεύτερος χρόνος•
второй муж δεύτερος σύζυγος.
|| μουσ. δεύτερος•второй голос δεύτερη φωνή•
-ая скрипка δεύτερο βιολί.
2. παρόμοιος του πρώτου•-ая родина δεύτερη πατρίδα.
3. ουσ. ουδ. -о6 εντράδα, δεύτερο φαγητό.4. -ое, επίρ. δεύτερο.5. ουσ. θ. -ая το ένα δεύτερο.εκφρ.- ая молодость – το ξανάνιωμα•до -ых петухов – ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (κατά το πρωί)•из -ых рук – από δεύτερο χέρι(όχι απ’ ευθείας) μέσω τρίτου προσώπου. -
2 повторный
επ.επαναλαμβανόμενος δεύτερη φορά• δεύτερος•повторный медицинский осмотр δεύτερη ιατρική εξέταση•
-ое объяснение εξήγηση για δεύτερη φορά•
-ая пахота όργωμα για δεύ-ρη φορά, δευτέρωμα (διβόλι).
-
3 вторично
-
4 издание
издание с (действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση η δημοσίευση (опубликование) второе \издание (книги) η δεύτερη έκδοση ( βιβλίου)* * *с(действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση; η δημοσίευση ( опубликование)второ́е изда́ние (кни́ги) — η δεύτερη έκδοση (βιβλίου)
-
5 задний
задн||ийприл ὁπίσθιος, πισινός:\заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
6 вторичный
επ.1. δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις•-ое извещение δεύτερη ειδοποίηση• δεύτερο ειδοποιητήριο.
2. δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού).3. δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων. -
7 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
8 альт
муз. 1. (голос) το άλτο (ξεν.) 2. (духовой и струнный инструмент) το άλτο 3. (вторая по высоте партия многоголосного сочинения) η δεύτερη φωνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альт
-
9 включать
1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνωσυμπεριλαμβάνω7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > включать
-
10 двоение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двоение
-
11 дображивание
η τελική/δεύτερη ζύμωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дображивание
-
12 кристаллизация
η κρυστάλλωση, το κρυστάλλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристаллизация
-
13 подработать
1. (провести дополнительную работу) δουλεύω κάτι παραπάνω, τελειοποιώ 2. (заработать дополнительно) κερδίζω παραπάνω (κάνοντας μια δεύτερη δουλειά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подработать
-
14 поколение
η γενεά, η γενιάвторое - δεύτερη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поколение
-
15 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
16 вторить
вторитьнесоз.1. (в музыке) σεγοντάρω, κάνω δεύτερη φωνή·2. (повторять) ἐπαναλαμβάνω/ ἀντηχώ, ἀντιλαλώ (о звуках эха). -
17 вторично
втори́чн||онареч γιά δεύτερη φορά, ἐκ δευτέρου. -
18 вторичный
втори́чн||ыйприл1. (повторный) γιά δεύτερη φορά, ἐπαναληπτικός, δεύτερος·2. (производный) παράγωγος, παρεπόμενος·3. (второстепенный) δευτερεύων, δευτερογενής. -
19 второй
втор||о́й1. числ. порядк. δεύτερος:\второй номер ὁ δεύτερος ἀριθμός· \второй час περασμένες μία, ἡ ὠρα μία καί· \второй этаж τό πρώτο πάτωμα·2. прил (второстепенный) δεύτερος, δευτερεύων:\второйая скрипка τό δεύτερο βιολί· на \второйо́м плане σέ δεύτερη σειρά, σέ δεύτερο πλάνο· ◊ из \второйых рук ἀπό δεύτερο χέρι, ἐμμεσα. -
20 голос
голосм1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·3. (при голосовании) ἡ ψήφος:право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης.
См. также в других словарях:
δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτέρῃ — δεύτερος second fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση: όπου η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται … Dictionary of Greek
Χοιρίλη — Δεύτερη σύζυγος του Ευριπίδη, κόρη του Μνησίλοχου από την οποία ο τραγικός ποιητής απέκτησε 3 γιους, τον Μνησαρχίδη, τον Μνησίλοχο και τον ομώνυμό του Ευριπίδη, που έγινε και αυτός τραγικός ποιητής. Η X., όπως και η πρώτη σύζυγος του Ευριπίδη,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek