-
1 επεξερχομαι
(= ἐπέξειμι См. επεξειμι)(fut. ἐπεξελεύσομαι, aor. 2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα)
1) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, идти войной, выступать(τινι Her., Thuc.; перен. τῷ ῥήματί τινος Plat.)
ἐπεξελθεῖν μηκέτι προσδεχομένῳ μάχην Plut. — напасть на уже не ожидавшего боя (противника), т.е. врасплох2) преследовать в судебном порядке(τινι φόνου Plat.)
3) карать, наказывать(ἀδίκημα Plut.; τέν πόλιν Eur.)
; воздавать, мстить(τῷ δράσαντι Thuc.)
4) доходить, достигать(ἥ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα Her.)
εἴδετε τέν ὕβριν ἐπ΄ ὅσον ἐπεξῆλθε Her. — вы видите, до чего дошло своеволие (Камбиса)5) проходить (вдоль и поперек)(πάντα τὰ τῆς χώρης Her.)
6) тщательно разбирать, рассматривать(ἀκριβείᾳ περὴ ἑκάστου Thuc.)
τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον Her. — тщательно обыскав все, но πᾶν ἐπεξελθεῖν Thuc. испробовать все средства;μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ΄ ἐπεξελθεῖν Aesch. — долго рассказывать об этом;ἔργῳ ἐ. Thuc. — приводить в исполнение -
2 ἐπεξέρχομαι
ἐπεξ|έρχομαι 1. идти против кого; 2. преследовать кого судом
См. также в других словарях:
ἐπεξέρχομαι — march out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεξέρχομαι — (AM ἐπεξέρχομαι) 1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι 2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.) 3. εξετάζω με ακρίβεια αρχ. μσν. εκδικούμαι αρχ. 1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ… … Dictionary of Greek
ἐπεξέλθετε — ἐπεξέρχομαι march out aor subj act 2nd pl (epic) ἐπεξέρχομαι march out aor imperat act 2nd pl ἐπεξέρχομαι march out aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέλθω — ἐπεξέρχομαι march out aor subj act 1st sg ἐπεξέρχομαι march out aor subj act 1st sg ἐπεξέρχομαι march out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέλθῃ — ἐπεξέρχομαι march out aor subj mid 2nd sg ἐπεξέρχομαι march out aor subj act 3rd sg ἐπεξέρχομαι march out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέρχεσθε — ἐπεξέρχομαι march out pres imperat mp 2nd pl ἐπεξέρχομαι march out pres ind mp 2nd pl ἐπεξέρχομαι march out imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέξελθε — ἐπεξέρχομαι march out aor imperat act 2nd sg ἐπεξέρχομαι march out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπεξέρχομαι march out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελθόντα — ἐπεξέρχομαι march out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπεξέρχομαι march out aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελθόντων — ἐπεξέρχομαι march out aor part act masc/neut gen pl ἐπεξέρχομαι march out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελήλυθε — ἐπεξέρχομαι march out perf imperat act 2nd sg ἐπεξέρχομαι march out perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελήλυθεν — ἐπεξέρχομαι march out perf ind act 3rd sg ἐπεξέρχομαι march out plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)