Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γεραιά

См. также в других словарях:

  • γεραιά — γεραιός old neut nom/voc/acc pl γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc/acc dual γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραιᾷ — γεραιός old fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραί' — γεραιά , γεραιός old neut nom/voc/acc pl γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc/acc dual γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γεραιέ , γεραιός old masc voc sg γεραιαί , γεραιός old fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραιᾶι — γεραιᾷ , γεραιός old fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραιάν — γεραιά̱ν , γεραιός old fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραιάς — γεραιά̱ς , γεραιός old fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεραιός — γεραιός, ά, όν (Α) Ι. 1. σεβαστός, σεβάσμιος 2. αρχαίος, παλαιός (< «γεραιὰ πόλις») 3. γέρικος, γερασμένος («γεραιὸν σῶμα», «γεραιὰ χείρ») II. 1. (συγκρ.) γεραίτερος, α, ον (συνήθως ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γεραίτεροι οι γέροντες, οι προεστοί… …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»