-
1 Χηρ'
-
2 Χῆρ'
-
3 χηρ'
χῆρα, χήραwidow: neut nom /voc /acc plχῆρε, χήραwidow: masc voc sgχῆρε, χήραwidow: masc voc sgχῆραι, χήραwidow: fem nom /voc plχῆραι, χήραwidow: fem nom /voc plχῆρα, χῆροςwidow: neut nom /voc /acc plχῆρε, χῆροςwidow: masc voc sgχῆραι, χῆροςwidow: fem nom /voc pl -
4 χῆρ'
χῆρα, χήραwidow: neut nom /voc /acc plχῆρε, χήραwidow: masc voc sgχῆρε, χήραwidow: masc voc sgχῆραι, χήραwidow: fem nom /voc plχῆραι, χήραwidow: fem nom /voc plχῆρα, χῆροςwidow: neut nom /voc /acc plχῆρε, χῆροςwidow: masc voc sgχῆραι, χῆροςwidow: fem nom /voc pl -
5 χήρ
A hedgehog, Hsch. (Cf. Lat. ēr.) -
6 χήρα
A widow,χῆραι γυναῖκες Il.2.289
;μήτηρ χ. 22.499
;μὴ παῖδ' ὀρφανικὸν θήῃς χ. τε γυναῖκα 6.432
;λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν 22.484
, 24.725, cf. S.Aj. 653, E.Andr. 348, Tr. 380;χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Lys.2.71
; as a name of Hera, Paus.8.22.2 (χῆραι· αἱ μὴ ἔχουσαι ἄνδρας, Hsch.;ἡ μονωθεῖσα ἀπ' ἀνδρὸς χ. Poll.3.47
).2 Com., of a dish, widowed, i.e. without sauce, Sotad.Com.1.26.3 later masc. [full] χῆρος, widower, Arist.HA 612b34 (of birds), Call.Epigr. 17, Gramm. post Hdn.Epim. 286.II [full] χῆρος, α, ον, Adj, metaph., bereaved,χῆρα μέλαθρα E.Alc. 862
(anap.); ;βίος Epigr.Gr.406.13
([place name] Iconium);εὐνή IG14.1389
i 12;δόμος Call.Epigr. 22
; δρυμοὶ χ. bereft of men, AP9.84 (Antiphan.): c. gen., Il.6.408;φάρσος.. στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου AP6.297
([place name] Phanias), cf. Vett.Val. 117.6;χήρους γυναικῶν οἰκεῖν Str.7.3.4
;τὰ χῆρα φρονήσεως Ph.1.601
;ναῦς ὕδατος χ. Ael.NA13.28
. (Cf. χωρίς, χατίζω, Skt. jáhāti 'abandon, renounce'.) -
7 χηραίνω
A to be parted from one's husband, Herod.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηραίνω
-
8 χηραιότης
A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηραιότης
-
9 χηρδύπτης
χηρ-δύπτης, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηρδύπτης
-
10 χηρεία
χηρ-εία, ἡ,A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl.,χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5
.II metaph., want,διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358
;νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492
. -
11 χήρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χήρειος
-
12 χήρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χήρευσις
-
13 χηρεύω
χηρ-εύω, intr.,A to be without, lack, c. gen.,νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124
, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59:γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25
;ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1
; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1;οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm.
ap. Stob.1.41.6;χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219
D.2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr. 347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—[voice] Med.,χηρεύσῃ λέχος E.Alc. 1089
.II trans., bereave, E.Cyc. 440;πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13
. -
14 χηρικός
A of or for a widow, Tz.H.13.591.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηρικός
-
15 χηροσύνη
χηρ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηροσύνη
-
16 χηρόω
A make desolate,χήρωσε δ' ἀγυιάς Il.5.642
: esp. make a woman a widow,χήρωσας δὲ γυναῖκα 17.36
;Πριάμου γαῖ' ἐχήρωσ' Ἑλλάδα E.Cyc. 304
:— [voice] Med.,ἐχηρώσαντο πόληα Q.S.9.351
.2 c. gen., bereave,με.. ἠελιου χήρωσεν AP7.172
(Antip.Sid.); πνοιῆς ib. 287 (Antip.):— [voice] Pass., τῶν.. αὑτοῦ χηρώσει ([ per.] 2sg.) πολλῶν (v.l. κτεάνων) Thgn.956; πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ' ἐχηρώθη πόλις would have been bereft of.., Sol. 37;Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Hdt.6.83
.3 c. acc., forsake, deprive of one's presence,ἀελίου χήρωσεν αὐγάς Arist.Fr.675.13
(nisi leg. αὐγᾶς).4 c. acc., take away,πᾶσαν ἐρωήν Opp.C.4.421
.II intr., to be bereft of..: abs., live in widowhood, f.l. for χηρεύω in Plu. 2.749d. -
17 χήρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χήρωσις
-
18 χηρωσταί
A far-off kinsmen, who seize and divide among themselves the property of one who dies without heirs ([etym.] χῆρος), χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158
, cf. Hes.Th. 607 (v. Sch. ad loc.), Q.S.8.299, Hsch., = οἱ μακρόθεν (or πόρρωθεν) συγγενεῖς (also expld. = ὀρφανιστής, one who acts as a guardian to widows and orphans, Eust.533.30). (Compd. of χηρο- 'abandoned' and - ωστᾱ- from -ω-δ-τᾱ-, nomen agentis of ω-δ-, cf. Skt. ā´ dā- 'receive'; and Lat. hērēd- (ĝhēro + ē-d-).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηρωσταί
-
19 χῆρος
-
20 σχόμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχόμενος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χήρ — (I) ηρός, ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. χειρ. (II) ηρός, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. το οποίο ανάγεται σε ΙΕ τ. *ghēr «αγκαθωτό ζώο» και αντιστοιχεί με το λατ. (h)er, (h)eris «σκαντζόχοιρος». Οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν… … Dictionary of Greek
Χῆρ' — Χῆρα , Χῆρα fem nom/voc sg Χῆραι , Χῆρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῆρ' — χῆρα , χήρα widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆρα , χῆρος widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χῆρος widow masc voc sg χῆραι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χηρωστής — ὁ, Α 1. αυτός που ενεργεί ως επίτροπος χηρών και ορφανών 2. συν. στον πληθ. oἱ χηρωσταί μακρινοί συγγενείς οι οποίοι κληρονομούσαν τον θανόντα λόγω έλλειψης στενότερων συγγενών («χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
ĝhers- and partly ĝher- — ĝhers and partly ĝher English meaning: rigid, *pig Deutsche Übersetzung: ‘starren” Note: (see also gher 3) Note: From an extended zero grade of Root eĝhi (*eĝhi no s): “hedgehog (*serpent eater)” derived Root ĝhers ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ERINACEUS seu ECHINUS — ERINACEUS, seu ECHINUS Graece χῆρ, unde Latinum her. Calpurnius, spinosi corporis herem; atqueve hine ericius et erinaceus, absque aspiratione, item er, apud Plaut. in Captivis, Act. 1. sc. 2. v. 81. Imodo venare teporem: nunc Cirim tenes. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
HER — I. HER ex Graeco χὴρ, apud Calpurn. spinosa corporis herem. idem cum echino seu erinacio est, quas voces vide. II. HER vel Er, fil. Iudae ex Sue uxore sua, Gen. c. 38. v. 3. Item pater Elmodad. Luc. c. 3. v. 28 … Hofmann J. Lexicon universale
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] … Dictionary of Greek