Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἦθος

См. также в других словарях:

  • ἦθος — an accustomed place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το ους, γεν. πληθ. ηθών 1. ηθικό ποιόν, ηθικότητα, εσωτερική καλλιέργεια: Ανώτερο ήθος. – Διαμόρφωση ήθους. 2. στον πληθ., ήθη οι αντιλήψεις ενός λαού για την κοινωνία και η ηθική συμπεριφορά, που διαμορφώνεται από τις παραδόσεις του:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάρνης — ηθος, η, ΝΜΑ, και Πάρνηθα Ν, και σπαν. ὁ, Α όρος τής Αττικής στα όρια της προς τη Μεγαριδα και τη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. Παρνασσός] …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • ETHE — inter opera Aristidis Theb. apud Plin. l. 35. c. 10. Is omnium primus antmum pinxit, et sensus omnes expressit, quos vocant Graeci Ethe: item perturbationes ex Graeco ἤθη. De qua voce sic Scalig. Poet. l. 3. c. 1. Η῏θος qualiscunqne affectio est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ἤθε' — ἤθεο , ἔθω to be accustomed imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἤ̱θεα , ἦθος an accustomed place neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἤ̱θει , ἦθος an accustomed place neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἤ̱θεϊ , ἦθος an accustomed place neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Ethology — Not to be confused with ethnology. Animal Behavior redirects here. For the journal, see Animal Behaviour (journal). For the Praxis single, see Transmutation (Mutatis Mutandis). Part of a series on …   Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»