Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-δείκνῡμι

  • 1 ἀποδείκνυμι

    ἀπο|δείκνυμι 1. показывать; 2. доказывать (ср. лог. аподиктический имеющий неопровержимую доказательную силу)

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > ἀποδείκνυμι

  • 2 αποδεικνυμι

        тж. med.
        1) показывать
        

    (ἱρὸν ἀρχαῖον Her.; τάφους καὴ ξυγγένειαν Thuc.; med. ἔργα θαυμαστὰ τόλμης Plut.)

        2) предъявлять, представлять, приводить
        

    (μαρτύρια Her.)

        ἀ. ὅ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν Thuc. — дать отчет обо всем, что поддается учету

        3) объявлять, назначать, устанавливать, провозглашать
        

    (τινὰ στρατηγόν Her., Xen., Plut.: ἐκκλεσίαν Dem.)

        ἀπεδείχθη διάδοχος Plut. — он был объявлен (престоло)наследником;
        ἀποδείκνυσθαι τέν γνώμην Her., Thuc. — высказывать свое мнение;
        νόμον ἀποδεῖξαι Lys. — обнародовать закон;
        ἀνδραγαθίη ἀποδέδεκται … Her. — считается доблестью …;
        ἀποδεδειγμένοι ἦσαν, ὅτι τὸ τέλος καλὸν ἔσται Xen. — они заявили, что (все) кончится благополучно

        4) производить на свет, рождать
        

    (παῖδας Her., παιδάρια Isocr.)

        5) превращать, делать
        τὰς ἔν τινι ἐλπίδας κενὰς ἀποδεῖξαι Polyb.разрушить чьи-л. надежды;
        ἀποδεῖξαί τινα τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντα Xen.снабдить кого-л. предметами первой необходимости;
        γέλωτα ἀ. τινά Plat.поднять кого-л. на смех

        6) воздвигать, строить, посвящать
        

    (τέμενός τινι Her.; τὸ θέατρον Plut.)

        νεὼς ἀποδέδεικται αὐτοῖς Luc.в их честь воздвигнут храм

        7) обнаруживать, доказывать
        ψευδόμενόν τι ἀποδεῖξαι Her.изобличить лживость чего-л.;
        πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι Xen. — заведомые (явные) враги;
        ἀ., ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. — доказывать, что возникновение этого возможно

    Древнегреческо-русский словарь > αποδεικνυμι

См. также в других словарях:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …   Dictionary of Greek

  • δικτάτορας — και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, ωρος και ορος) νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες 2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες 3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… …   Dictionary of Greek

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»