-
1 ισχύει
ἰσχύ̱ει, ἰσχύωto be strong: pres ind mp 2nd sgἰσχύ̱ει, ἰσχύωto be strong: pres ind act 3rd sg -
2 ἰσχύει
ἰσχύ̱ει, ἰσχύωto be strong: pres ind mp 2nd sgἰσχύ̱ει, ἰσχύωto be strong: pres ind act 3rd sg -
3 ἰσχύει
можетимеет силуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσχύει
-
4 παύει να ισχύει
преcтанува да важиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > παύει να ισχύει
-
5 ἰσχύω
ἰσχύω fut. ἰσχύσω; 1 aor. ἴσχυσα; pf. ptc. sg. n. ἰσχυκός (Da 4:20 Theod.) (s. ἰσχύς; Pind.+ in sense ‘be strong, prevail’)① be in possession of one’s physical powers, be in good health οἱ ἰσχύοντες those who are healthy (Soph., Tr. 234; X., Cyr. 6, 1, 24, Mem. 2, 7, 7) Mt 9:12; Mk 2:17.② to have requisite personal resources to accomplish someth., have power, be competent, be ableⓐ πολύ be able to do much (cp. Diod S 1, 60, 2 πλέον ἰ.; 4, 23, 3; Appian, Bell. Civ. 2, 88 §371 τοσοῦτον ἰ.; Jos., C. Ap. 1, 77 μεῖζον ἰ., Ant. 15, 88 πλεῖστον ἰ.) Js 5:16. τί ταπεινοφροσύνη … ἰσχύει what strength humility has 1 Cl 21:8; πάντα Phil 4:13. εἰς οὐδέν be good for nothing Mt 5:13. ὅτε … ἴσχυσας τῇ ἰσχύι σου, ὥστε δύνασθαι Hs 9, 1, 2.ⓑ w. inf. foll. (Diod S 1, 83, 8; Plut., Pomp. 58, 6; PEleph 17, 23; POxy 396; 533, 16; 1345 οὐκ ἴσχυσα ἐλθεῖν σήμερον; LXX; TestSol 22:8; JosAs 10:8; Philo, Leg. All. 3, 27; Jos., Bell. 6, 367, Ant. 2, 86; Just., A I, 44, 12 al.; Tat. 15, 3) Mt 8:28; 26:40; Mk 5:4; 14:37; Lk 6:48; 8:43; 14:6, 29f; 20:26; J 21:6 (the only instance in J; s. JBoismard); Ac 6:10; 15:10; 25:7; 27:16; 2 Cl 18:2; Hv 1, 3, 3. Be strong enough σκάπτειν to dig Lk 16:3; cp. Hv 3, 8, 8. εἰς τὰς ἀκτίνας … ἀντοφθαλμῆσαι gaze at the (sun’s) rays B 5:10. Abs., though the inf. can easily be supplied fr. the context (as Sir 43:28) οὐκ ἴσχυσαν (ἐκβαλεῖν) Mk 9:18. οὐκ ἰσχύσουσιν (εἰσελθεῖν) Lk 13:24.③ to be in control, have power, be mighty (Diod S 11, 23, 3; PPetr II, 18, 12; Just., D. 90, 4) ὁ λόγος ηὔξανεν κ. ἴσχυεν Ac 19:20. μέχρι πότε θάνατος ἰσχύσει; how long will death hold its power? GEg 252, 50. ἰ. ἐν αὐταις (ταῖς ἐντολαῖς)= be strong in keeping the commandments Hm 5, 2, 8 v.l. Win out, prevail (Thu. 3, 46, 3; Dio Chrys. 17 [34], 19; ParJer 1:6 ἴσχυσα ἐπὶ τὴν ἱερὰν πόλιν) ὁ δράκων οὐκ ἴσχυσεν Rv 12:8. κατά τινος over, against someone Ac 19:16. MPol 3:1; cp. 9:1 ἴσχυε … καὶ ἀνορίζου be strong and brave (in faith).④ have meaning, be valid, be in force, esp. as legal t.t. (Diod S 2, 33, 1; Aelian, VH 2, 38 νόμον ἰσχύειν; SIG 888, 59; 151 ἴσχυσεν τὰ προστάγματα; PTebt 286, 7 νομὴ ἄδικος οὐδὲν εἰσχύει; Ath. 2, 2) of a will μήποτε ἰσχύει ὅτε ζῇ ὁ διαθέμενος Hb 9:17. οὔτε περιτομή τι ἰσχύει, οὔτε ἀκροβυστία neither circumcision nor uncircumcision means anything Gal 5:6.— Have the value of (IGR IV, 915a, 12 ἡ δραχμὴ ἰσχύει ἀσσάρια δέκα; Jos., Ant. 14, 106) ὅλον ἐνιαυτὸν ἰσχύει ἡ ἡμέρα the day is equal to a whole year Hs 6, 4, 4.—DELG s.v. ἰσχύς. M-M. TW. -
6 ισχύω
αμετ.1) иметь силу, быть действительным; действовать;ισχύει ως τό... — действителен до,..;
ισχύει γιά πέντε χρόνια — действителен на пять лет;
ο νόμος αυτός τώρα δεν ισχύει — этот закон уже потерял силу;
2) оказывать влияние, воздействовать;δεν ίσχυσαν τα δάκρυα της να τον μαλάξουν её слёзы не смогли смягчить его; 3):δεν ισχύει παρά τη κυβερνήσει — он не имеет влияния на правительство
-
7 ἰσχύω
A , X.HG6.4.18: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.ἴσχῡκα Aeschin.1.165
, Cerc.17.34:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-ισχύθην D.S.15.87
: ([etym.] ἰσχύς):— to be strong in body, S.Tr. 234;ὅπως ὑγιαίνοιεν καὶ ἰσχύοιεν X.Cyr.6.1.24
; ;ἰ. τοῖς σώμασιν X.Mem.2.7.7
; ; ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ, i.e. I had all my strength, Ar.V. 357; ἰ. ἐκ νόσου to be recovering, X.HG6.4.18.2 to be powerful, prevail,μηδὲν μεῖον ἰ. Διός A.Pr. 510
, etc.; πλέον, μεῖζον ἰ., E.Hec. 1188, Ar.Av. 1607; later ἰ. πρός τινα prevail against, LXXPs.12(13).4; ἐπί τινας ib.1 Ma.10.49; ἰ. τινί to be strong in a thing,σοφία ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἰσχύει Pi.Fr.61
; ;ἐν τῇ ποιητικῇ Phld.Po.5.9
;ἰ. τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Th.3.46
;ἰ. ἐκ πονηρίας D.2.9
; ὅθεν ἰσχύομεν, ᾗπερ ἰσχύουσι, Th.1.143, 2.13; ἰ. παρά τινι have power or influence with one, Id.8.47, Aeschin.2.2, D.38.20, etc.b of things, prevail,ὅρκος οὔτι Ζηνὸς ἰ. πλέον A.Eu. 621
; ; τὸ δίκαιον ἐν πᾶσιν ἰ. D. 37.59; have force,ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια, ταὐτὰ.. καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν D.19.241
, cf. 25.71;ὁ λόγος δόξειεν ἂν ἰσχύειν Arist. Pol. 1280a28
; νομὴ ἄδικος οὐδὲν ἰ. is of no force, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἰσχῦόν τι something permanent, prob. in Epicur.Ep.1p.7U.: c.inf.,ὁ καιρὸς ἰσχύει.. πράττειν D.17.9
, cf. LXX 2 Ch.2.6(5), al., Plu.Pomp. 58;οὐκ ἰ. ἀρτιστομεῖν Str.14.2.28
, cf. Ev.Marc.5.4, D.Chr.33.22, etc.3 to be worth or equivalent to,ἡ μνᾶ ἰσχύει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ J.AJ14.7.1
, cf. PGnom. 106, Ptol.Tetr. 134; αἱ ψῆφοι τάλαντον ἰσχύουσιν (prob. for ἴσχουσιν) Plb.5.26.13.b ἄρτον πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα making strong.., ib.Wi.16.20 ( in se habentem, Vulg.). -
8 ισχυω
1) быть сильным, крепким(ὑγιαίνειν καὴ ἰ. Xen.; ἰ. τοῖς σώμασιν Xen.)
οἱ ἰσχύοντες NT. — крепкие (здоровые) люди2) быть сильным, могущественнымτὸ ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν Thuc. — флот, которым они сильны;
τὰ τῶν ξυμμάχων, ὅθεν ἰσχύομεν Thuc. — помощь союзников, от которой зависит наша (афинян) сила;ἰ. τινὴ πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc. — в чем-л. (или чем-л.) превосходить врагов3) быть сильным, выделяться, отличаться(σοφίᾳ Pind.; θράσει Eur.; χρημάτων πλήθει Plut.)
4) иметь вес, иметь значение, быть действительнымἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. — (не может быть прочного государства), в котором вынесенные приговоры недействительны;
διαθήκη μέ ἰοχύει NT. — завещание не имеет силы;μέ τοσοῦτον ἰσχῦσαι τοὺς τούτου λόγους Lys. — (я считаю), что не такое уж большое значение имеют его слова;πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι Dem. — иметь большой вес у кого-л.;τἀληθὲς ἰσχῦον Soph. — непреложная истина;ὅρκος ἰσχύων Aesch. — незыблемая (нерушимая) клятва5) давать силу, предоставлять возможностьὁ καιρὸς ἰσχύει πράττειν Dem. — обстоятельства позволяют действовать;
ἰσχύει τί τινι κατά τινος Dem. кто-л. — получает поддержку против кого-л.6) выздоравливать, оправляться(ἐκ τῆς νόσου Xen.)
7) усиливаться, крепнуть(αὐξάνειν καὴ ἰ. NT.)
8) одолевать, брать верх(κατά τινος NT.)
9) мочь, быть в состоянии(ποιεῖν τι NT.)
πάντα ἰ. NT. — быть всесильным -
9 срок
срок м η προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορία; в \срок εμπροθέσμως; \сроком до... ισχύει ως τις...* * *мη προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορίαсроком до... — ισχύει ως τις...
-
10 ἴσχω
a have, bring with oneἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
σοφίαν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει (v. l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v. l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.b restrain ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v. l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) I. 4.47 -
11 ἰσχύω
ἰσχύω ( ἰσχύς), stark sein, muthig, gewaltig sein; ὑπέρ τινα Pind. frg. 13; μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός Aesch. Prom. 508; Eum. 591; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ Soph. Ai. 495; auch von Sachen, τἀληϑὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω O. R. 356; Ar. Vesp. 357; καὶ ὑγιαίνειν Xen. Cyr. 6, 1, 24; ἐκ τῆς νόσου Hell. 6, 4, 18; ἰσχύειν τινί, wodurch mächtig, stark sein, Thuc. 2, 13. 3, 140; πρὸς τοὺς πολεμίους 3, 46; Kraft haben, gelten, ἐν ᾗ ἂν πόλει αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. Crit. 50 b, vgl. Polit. 294 a; λόγοι Lys. 4, 12; ἡ κατηγορία ἰσχύει παρὰ τοῖς ἀκούουσι Aesch. 2, 2, der auch ἴσχυκε καὶ σύνηϑες ἐγένετο λέγειν vrbdt, 1, 165; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι, bei Einem sehr viel vermögen, gelten, Dem. 38, 20; Plut. Pomp. 2. – [ἴσχυε mit kurzem υ Asclepd. 19 (V, 167), u. ἰσχύετε Mel. 53 (V, 212).]
-
12 действительно
(подлинно) πραγματικά. -, если. - ισχύει εάν..Русско-греческий словарь научных и технических терминов > действительно
-
13 доверенность
το πληρεξούσι/ο, η εξουσιοδότηση- действительна на... дней - ισχύει για χρονικό διάστημα... ημερώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доверенность
-
14 отмена
η ακύρωσηη κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмена
-
15 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
16 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
17 разовый
разовыйприл:\разовый билет είσιτήριο πού ἰσχύει γιά μιά φορά. -
18 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
19 ράβδος
η1) палка; трость; жезл;ποιμαντορική ράβδος — пастушеский посох;
αστυνομική ράβδος — полицейская дубинка;
στραταρχική ράβδος — маршальский жезл;
μαγική ράβδος — волшебная палочка;
διά της μαγικής ράβδου — по волшебству;
2) шест, жердь;3) см. ράγια;§ όπου δεν ισχύει λόγος, πίπτει ράβδος — посл, кого слова не берут, с того шкуру дерут
-
20 ἔχω
ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντ(α), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχε(ν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχε(ν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετ(ο): aor. pro pass. σχόμεναι.)1 have, hold.1 generally,a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93
ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56
Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
b hold (in one's grip)ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19c support ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.2a rule overὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
b dwell inπόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82
“ ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.343a contain, preserveτό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39
b enfoldἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79
4 = κατέχω.a restrain, checkτὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.b hold back, prevent c. inf.ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
c prevent c. part.ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
5 = παρέχω.a provideἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
cf.ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8
ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.696a of non physical things, have, enjoyὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37
Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91
“ μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” P. 9.32τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23
κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4
ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93b = πάσχω, have, be subject toἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59
ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24
χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52
ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.7 possess, swayτῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.178 have in mind, knowεἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88
ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65
[ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39
Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57
10 be able c. inf.ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56
, cf. I. 5.4711 intrans.,a c. adv., fare ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) O. 5.16b without adv., keep, stayἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.12 med., c. gen.,a cling to, be held by δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.244b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.23313 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰσχύει — ἰσχύ̱ει , ἰσχύω to be strong pres ind mp 2nd sg ἰσχύ̱ει , ἰσχύω to be strong pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek