-
1 μαγική
-
2 μαγικῇ
-
3 μαγική
η магия (искусство) -
4 μαγική
μαγικόςmagical: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 μαγικός
η, ό[ν] 1.1) магический, волшебный, относящийся к волшебству, магии;μαγικός καθρέφτης — волшебное зеркало;
μαγική ράβδος — или μαγικό ραβδί — волшебная палочка;
μαγική εικόνα — загадочная картинка;
2) волшебный, чарующий;τί μαγική βραδιά! — какой волшебный вечер!, какая волшебная ночь!;
§ μαγικ φανός — волшебный фонарь;
2.: -
6 Magie
-
7 магия
магияж ἡ μαγεία, ἡ μαγική. -
8 ράβδος
η1) палка; трость; жезл;ποιμαντορική ράβδος — пастушеский посох;
αστυνομική ράβδος — полицейская дубинка;
στραταρχική ράβδος — маршальский жезл;
μαγική ράβδος — волшебная палочка;
διά της μαγικής ράβδου — по волшебству;
2) шест, жердь;3) см. ράγια;§ όπου δεν ισχύει λόγος, πίπτει ράβδος — посл, кого слова не берут, с того шкуру дерут
-
9 магия
[μάγκιγια] ουσ. θ. μαγεία, μαγική -
10 μαγικός
-
11 магия
[μάγκιγια] ουσ θ μαγεία, μαγική -
12 волшебный
επ.1. μαγικός•-ая палочка μαγική ράβδος.
2. γοητευτικός• σαγηνευτικός. -
13 жезл
-а α.ράβδος, ραβδί, βακτηρία•пастушеский жезл αγκλίτσα•
маршальский жезл στρα-ΐαρχική ράβδος•
волшебный жезл μαγική ράβδος.
|| σκήπτρο. -
14 колдовской
επ.1. μαγικός•-бе искусство η μαγική τέχνη•
колдовской цветок μαγικό λουλούδι.
2. μτφ. μαγευτικός, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός. -
15 маг
-а α.1. μάγος (ιερέας παλαιών ανατολικών χωρών).2. εκείνος που κατέχει τη μαγική τέχνη. -
16 магия
-и θ.1. μαγεία, μαγγανεία, γητειά• μαγική.2. μτφ. θελκτικότητα, μαγευτικότητα.εκφρ.белая магия – λευκή μαγεία, θεουργία•чёрная магия – μαύρη μαγεία. -
17 приворотный
См. также в других словарях:
μαγικῇ — μαγικός magical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγική — μαγικός magical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβρακαδάβρα — Μαγική λέξη, που τη χρησιμοποιούσαν ως ξόρκι οι οπαδοί της αίρεσης των γνωστικών, οι οποίοι κατά τον 2o αι. μ.Χ. ισχυρίζονταν ότι κατείχαν την απόλυτη γνώση των θείων πραγμάτων. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η λέξη α. δεν έχει κανένα νόημα … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
Ville magique — Données clés Titre original Μαγική πόλη (Magikí Póli) Réalisation Níkos Koúndouros Scénario Marguerite Liberaki Acteurs principaux Giorgos … Wikipédia en Français
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Níkos Koúndouros — (grec moderne : Νίκος Κούνδουρος), né en Crète le 15 décembre 1926 est un réalisateur grec. Il est considéré comme un cinéaste militant, d un point de vue politique et social. Cette démarche l amena à la création d une esthétique nouvelle… … Wikipédia en Français
κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek