Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ράγια

См. также в других словарях:

  • ράγια — (I) η, Ν ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»]. (II) η, Ν τεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βατίς — ( ίδος), η (Α) [βάτος (Ι)] 1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια 2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους 3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

  • ραγιάδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά 2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. ικος (πρβλ. φαγάδ ικος,… …   Dictionary of Greek

  • ραγιαδισμός — ο, Ν η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ραγιά, δουλικότητα, αναξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ρινοβατίδες — (Rhinobatidae). Οικογένεια σελαχίων ψαριών της τάξης των υποτρηματικών της υπόταξης των βατιδοειδών. Είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία «βιολί» ή «κιθάρα της θάλασσας», που οφείλεται στο σχήμα τους. Έχουν μήκος μέχρι 3 μ. και ζουν κοντά στις… …   Dictionary of Greek

  • σελάχι — (I) και σιλάχι, το, Ν 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»]. (II) το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α κοινή ονομασία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»