Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡδέος

См. также в других словарях:

  • ἡδέος — ἡδύς pleasant masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) ἡδύς pleasant masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MENSA Rotunda — Veteribus in usu fuit, ne quem fibi praelatum in carmine quisquam conquereretur, vide ubi de Conviviis, item Scoliis. Hinc et Tibiae convivales pusillae quidem crant, sed pares et aequales: Δαὶς ἐΐση Homero dicta est, a partiendo, uti annotat Iul …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατεξαναστατικός — κατεξαναστατικός, ή, όν (Α) [κατεξανίσταμαι] ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»