Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἔβαλε

  • 1 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 2 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 3 припуститься

    припуститься
    сов разг ἐπιταχύνω τό βήμα, ἀρχίζω νά τρέχω:
    \припуститься бежать τό ἔβαλε στό τρέξιμο· \припуститься за кем-л. βιάζομαι νά φτάσω κάποιον \припуститься κ... προστρέχω σέ...

    Русско-новогреческий словарь > припуститься

  • 4 вложить

    вложу, вложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, εμβάλλω, ενθέτω•

    вложить саблю в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•

    вложить письмо в конверт βάζω το γράμμα στο φάκελλο.

    2. (για χρήματα) καταθέτω. || επενδύω, παραχωρώ, χορηγώ, διαθέτω•

    вложить миллионы в промышленность διαθέτω ε-κατομύρια στη βιομηχανία.

    εκφρ.
    вложить в уста – βάζω στο στόμα•
    автор -ил в уста героя свой мысли – ο συγγραφέας έβαλε στο στόμα του ήρωα τις δικές του σκέψεις.
    μπαίνω μέσα εμβάλλομαι, εντίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > вложить

  • 5 грех

    α.
    1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•

    впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.

    2. πράξη αξιοκατάκριτη•

    -и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.

    εκφρ.
    дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•
    как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•
    от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•
    с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•
    что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά).

    Большой русско-греческий словарь > грех

  • 6 дёрнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. дргать.
    (απλ.) περνώ, κινώ απότομα.
    2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.
    3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•

    -ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.

    4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.
    5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.
    εκφρ.
    чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•
    чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.
    βλ. дргаться.

    Большой русско-греческий словарь > дёрнуть

  • 7 обусловить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•

    он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.

    2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•

    планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > обусловить

  • 8 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 9 перессорить

    ρ.σ.μ. εξωθώ, παρακινώ να μαλώσουν•

    он -ил всех друзей сплетнями αυτός έβαλε όλους τους φίλους να μαλώσουν με τα κουτσουμπολιά.

    μαλώνω•

    он -лся со всеми друзьями αυτός μάλωσε με όλους τους φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > перессорить

  • 10 поджать

    подожму
    -мшь ρ.σ.μ.
    1. βάζω κάτω απο• μαζεύω•

    собака -ла хвост το σκυλί έβαλε την ουρά στα σκέλη•

    сидеть -ав ноги κάθομαι με μαζεμένα τα πόδια.

    || σφίγγω•

    губы σφίγγω τα χείλη.

    2. πιέζω, θλίβω, πατώ, ζουπώ, ζουλώ.
    1. μπαίνω κάτω απο, μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > поджать

  • 11 подпись

    θ.
    1. υπογραφή•

    бумаги пошли на подпись τα χαρτιά πήγαν για υπογραφή•

    давать (дать) на подпись δίνω για υπογραφή•

    он поставил свою подпись αυτός έβαλε την υπογραφή του•

    приказ за подписью директора διαταγή με υπογραφή του διευθυντή•

    подпись неразборчива η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη•

    фальшивая подпись πλαστή υπογραφή.

    2. επιγραφή κάτω από (κείμενο, εικόνα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подпись

  • 12 попутать

    ρ.σ. (με τις λ. грех, чрт, бес κλπ.)• παραπλανώ, βάζω• παρασύρω•

    бес меня -ал ο διάβολος με έβαλε (σε πειρασμό).

    Большой русско-греческий словарь > попутать

  • 13 протечь

    ρ.σ.
    1. ρέω• κυλώ (για ποτάμι, ρυάκι).
    2. διαρρέω•

    вода -кла в трюм το νερό διέρρευσε στο κύτος (του σκάφους).

    3. βάζω νερό• τρέχω•

    крыша -кла η στέγη έβαλε νερό.

    4. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω,. διαρρέω•

    день -кло η μέρα πέρασε•

    -кло уже три часа πέρασαν πια τρεις ώρες.

    || (για ασθένεια) παρέρχομαι•

    болезнь -кла без осложнений η ασθένεια πέρασε χωρίς επιπλοκές.

    Большой русско-греческий словарь > протечь

  • 14 разлить

    разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω•

    разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•

    разлить молоко χύνω το γάλα.

    2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•

    он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•

    разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.

    3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•

    солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•

    цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.

    1. χύνομαι•

    молоко -лось το γάλα χύθηκε.

    2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.
    3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•

    речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.

    4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлить

  • 15 рог

    -а, πλθ. рога, -ов α.
    1. κέρατο, κέρας•

    рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•

    бараний -κέρατο κριαριού.

    || μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).
    2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.
    3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•

    -а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.

    4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.
    5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•

    он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.

    εκφρ.
    наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•
    обломать – (κλπ. συνώνυμα)•
    - а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•
    сломить (стереть) рог комуπαλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•
    как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα).

    Большой русско-греческий словарь > рог

  • 16 слежка

    θ.
    παρακολούθηση•

    полиция установила -у за революционером η αστυνομία έβαλε υπο παρακολούθηση τον επαναστάτη.

    Большой русско-греческий словарь > слежка

  • 17 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

См. также в других словарях:

  • ἔβαλε — βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'βαλε — ἔβαλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος 1. τοποθετώ: Έβαλα όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 2. φορώ: Βάλε το παλτό σου για να φύγουμε. 3. προξενώ: Μη με βάζεις σε μπελάδες! 4. προσθέτω: Αν τα βάλεις όλα μαζί, τα έξοδα είναι πάρα πολλά, φρ.: Έβαλε νερό στο κρασί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Macedonia (terminology) — This article is about the use of the name Macedonia and its derivatives. For specific uses of the term, see Macedonia (disambiguation). Macedonia …   Wikipedia

  • Арис (баскетбольный клуб) — У этого термина существуют и другие значения, см. Арис. Арис Салоники Цвета Желтый и черный Основан 1922 Город Салоники …   Википедия

  • въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TUBUS et TUBA — solô genere differunt, idem plave significantia. Unde tubi in sacris olim dicit, quibus tibicines canebant, ut scribit Varro, l. 4. de L. L. Nempe formam oblongam et directam et concavam Latini veteres tubum dixêre, ex Graeco τύπος: unde forma in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»