Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

обломать

  • 1 обломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломанный, βρ: -ман, -а, -о.
    1. σπάζω ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ•

    обломать кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους.

    2. μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. || κάμπτω την αντίσταση.
    εκφρ.
    обломать бока – σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)•
    дело – χαλώ την υπόθεση•
    обломать зубы – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω).
    θραύομαι, σπάζω.

    Большой русско-греческий словарь > обломать

  • 2 обломать(ся)

    облом||ать(ся)
    сов см. обламывать(ся).

    Русско-новогреческий словарь > обломать(ся)

  • 3 рог

    рог
    м
    1. τό κέρατο, τό κέρας·
    2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:
    охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι.

    Русско-новогреческий словарь > рог

  • 4 бок

    -а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а.,
    1. πλευρό, πλευρά•

    перевертываться с -у на бок γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό.

    2. πλευρά αντικειμένου.
    εκφρ.
    бок о бок – πλάι-πλάι•
    брать (взять, схватить) за -а – (απλ.) πιάυω από τ’ αυτί (να δόσει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)•
    под боком ή под боком – δίπλα, πλάι, πολύ κοντά•
    лежать на -у – το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω•
    намять, наломать, обломать -а – σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)•
    отдуваться своими -ами – πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ.

    Большой русско-греческий словарь > бок

  • 5 обламывать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. обломать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > обламывать(ся)

  • 6 рог

    -а, πλθ. рога, -ов α.
    1. κέρατο, κέρας•

    рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•

    бараний -κέρατο κριαριού.

    || μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).
    2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.
    3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•

    -а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.

    4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.
    5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•

    он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.

    εκφρ.
    наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•
    обломать – (κλπ. συνώνυμα)•
    - а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•
    сломить (стереть) рог комуπαλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•
    как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα).

    Большой русско-греческий словарь > рог

  • 7 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

См. также в других словарях:

  • ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, обломаю, обломаешь, совер. (к обламывать). 1. что. Отбить, отломать кругом. Обломать сучья дерева. 2. о кого что, чем или кому что. Поколотить, избить кого нибудь чем нибудь (прост. фам.). «Об мою старую спин… сейчас обломали пучков с… …   Толковый словарь Ушакова

  • обломать — дать укорот, дать окорот, прищемить хвост, сделать укорот, расстроить, приструнить, взнуздать, убедить, прищучить, сорвать, усмирить, сломать, надеть узду, пообломать, охомутать, разубедить, обломать когти, окоротить, охомутить, обломать рога,… …   Словарь синонимов

  • ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, облом и пр. см. обламывать. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, аю, аешь; оманный; совер. 1. что. Обломить край, края, концы чего н. О. верхушку ели. 2. перен., кого (что). С трудом уговорить, убедить, а также сломить упрямство, самоуверенность (прост.). Еле еле обломал упрямца. Жизнь обломает… …   Толковый словарь Ожегова

  • обломать — а/ю, а/ешь; обло/манный; ман, а, о; св. см. тж. обламывать, обламываться, обламывание что (кого) 1) Ломая, отделить части, куски чего л.; отломать кругом, по краю. Облома …   Словарь многих выражений

  • обломать — ОБЛАМЫВАТЬ, аю, аешь; несов. (сов. ОБЛОМАТЬ, аю, аешь и ОБЛОМИТЬ, омлю, омишь). 1. кого на что. Уговаривать кого л. на какое л. дело. Обломить на покупочку. 2. кому что. Портить, срывать, расстраивать кому л. что л. Приперся, обломал весь интим.… …   Словарь русского арго

  • обломать зубы — остаться при пиковом интересе, потерпеть фиаско, обломать себе зубы, не добиться толку, потерпеть неудачу, не добиться результата, оказаться при пиковом интересе Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • обломать руки — обломать палку, начистить зубы, принять в кулаки, почистить морду, начистить рыло, взять в кулаки, начистить морду, пересчитать зубы, испортить портрет, выутюжить морду, набить морду, надавать тумаков, рожу растворожить, надавать шалабанов,… …   Словарь синонимов

  • Обломать (сломать) рога — РОГ 1, а, мн. рога, рогов, м. вырост (парный или непарный) из костного вещества на черепе у нек рых животных, а также вырост на голове у нек рых насекомых, моллюсков. Рога быка, козла. Р. носорога. Оленьи рога. Рога жука, улитки. Толковый словарь …   Толковый словарь Ожегова

  • Обломать зубы — ЛОМАТЬ ЗУБЫ. ОБЛОМАТЬ ЗУБЫ. Прост. Экспрес. Терпеть неудачу в каком либо нелёгком деле, начинании, занятии. Посвататься то не штука. Но тут дело хитрое невеста миллионная. Можно зубы обломать, а тебе надо наверняка действовать (М. Горький.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Обломать — сов. перех. см. обламывать I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»