-
1 обломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломанный, βρ: -ман, -а, -о.1. σπάζω ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ•обломать кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους.
2. μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. || κάμπτω την αντίσταση.εκφρ.обломать бока – σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)•дело – χαλώ την υπόθεση•обломать зубы – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω).θραύομαι, σπάζω. -
2 обломать(ся)
облом||ать(ся)сов см. обламывать(ся). -
3 рог
рогм1. τό κέρατο, τό κέρας·2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι. -
4 бок
-а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а.,1. πλευρό, πλευρά•перевертываться с -у на бок γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό.
2. πλευρά αντικειμένου.εκφρ.бок о бок – πλάι-πλάι•брать (взять, схватить) за -а – (απλ.) πιάυω από τ’ αυτί (να δόσει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)•под боком ή под боком – δίπλα, πλάι, πολύ κοντά•лежать на -у – το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω•намять, наломать, обломать -а – σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)•отдуваться своими -ами – πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ. -
5 обламывать(ся)
ρ.δ.βλ. обломать(ся). -
6 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
7 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.
См. также в других словарях:
ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, обломаю, обломаешь, совер. (к обламывать). 1. что. Отбить, отломать кругом. Обломать сучья дерева. 2. о кого что, чем или кому что. Поколотить, избить кого нибудь чем нибудь (прост. фам.). «Об мою старую спин… сейчас обломали пучков с… … Толковый словарь Ушакова
обломать — дать укорот, дать окорот, прищемить хвост, сделать укорот, расстроить, приструнить, взнуздать, убедить, прищучить, сорвать, усмирить, сломать, надеть узду, пообломать, охомутать, разубедить, обломать когти, окоротить, охомутить, обломать рога,… … Словарь синонимов
ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, облом и пр. см. обламывать. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 … Толковый словарь Даля
ОБЛОМАТЬ — ОБЛОМАТЬ, аю, аешь; оманный; совер. 1. что. Обломить край, края, концы чего н. О. верхушку ели. 2. перен., кого (что). С трудом уговорить, убедить, а также сломить упрямство, самоуверенность (прост.). Еле еле обломал упрямца. Жизнь обломает… … Толковый словарь Ожегова
обломать — а/ю, а/ешь; обло/манный; ман, а, о; св. см. тж. обламывать, обламываться, обламывание что (кого) 1) Ломая, отделить части, куски чего л.; отломать кругом, по краю. Облома … Словарь многих выражений
обломать — ОБЛАМЫВАТЬ, аю, аешь; несов. (сов. ОБЛОМАТЬ, аю, аешь и ОБЛОМИТЬ, омлю, омишь). 1. кого на что. Уговаривать кого л. на какое л. дело. Обломить на покупочку. 2. кому что. Портить, срывать, расстраивать кому л. что л. Приперся, обломал весь интим.… … Словарь русского арго
обломать зубы — остаться при пиковом интересе, потерпеть фиаско, обломать себе зубы, не добиться толку, потерпеть неудачу, не добиться результата, оказаться при пиковом интересе Словарь русских синонимов … Словарь синонимов
обломать руки — обломать палку, начистить зубы, принять в кулаки, почистить морду, начистить рыло, взять в кулаки, начистить морду, пересчитать зубы, испортить портрет, выутюжить морду, набить морду, надавать тумаков, рожу растворожить, надавать шалабанов,… … Словарь синонимов
Обломать (сломать) рога — РОГ 1, а, мн. рога, рогов, м. вырост (парный или непарный) из костного вещества на черепе у нек рых животных, а также вырост на голове у нек рых насекомых, моллюсков. Рога быка, козла. Р. носорога. Оленьи рога. Рога жука, улитки. Толковый словарь … Толковый словарь Ожегова
Обломать зубы — ЛОМАТЬ ЗУБЫ. ОБЛОМАТЬ ЗУБЫ. Прост. Экспрес. Терпеть неудачу в каком либо нелёгком деле, начинании, занятии. Посвататься то не штука. Но тут дело хитрое невеста миллионная. Можно зубы обломать, а тебе надо наверняка действовать (М. Горький.… … Фразеологический словарь русского литературного языка
Обломать — сов. перех. см. обламывать I Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой