-
1 επιγονατίς
-
2 ἐπιγονατίς
-
3 ἐπιγονατίς
II. garment reaching to the knee, Paus. Gr.Fr.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγονατίς
-
4 επιγονατίδα
-
5 ἐπιγονατίδα
-
6 επιγονατίδας
-
7 ἐπιγονατίδας
-
8 επιγονατίδες
-
9 ἐπιγονατίδες
-
10 επιγονατίδι
-
11 ἐπιγονατίδι
-
12 επιγονατίδος
-
13 ἐπιγονατίδος
-
14 ἐπιγουνατίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγουνατίς
-
15 ἐπιγουνίς
A part above the knee, great muscle of the thigh, taken as a sign of strength and vigour, κεν.. μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.17.225;οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74
,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.Im.2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.II. = ἐπιγονατίς, knee-pan, Hp.Art.70,77, Philostr.Gym.35; knee, Arat.254, 614.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγουνίς
См. также в других словарях:
ἐπιγονατίς — knee pan fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονατίδα — ἐπιγονατίς knee pan fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονατίδας — ἐπιγονατίς knee pan fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονατίδες — ἐπιγονατίς knee pan fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονατίδι — ἐπιγονατίς knee pan fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονατίδος — ἐπιγονατίς knee pan fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… … Dictionary of Greek
επιγουνατίς — η βλ. επιγονατίς … Dictionary of Greek