Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιγονατίδας

См. также в других словарях:

  • ἐπιγονατίδας — ἐπιγονατίς knee pan fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»