-
1 επιγονατίδες
-
2 ἐπιγονατίδες
См. также в других словарях:
ἐπιγονατίδες — ἐπιγονατίς knee pan fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγονατίς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ περιγονατίδες οι επιγονατίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γονατίς (< γόνυ, ατος + επίθημα ίς)] … Dictionary of Greek