-
1 χρηστος
31) хороший, отличный(γῆ Eur.; ποτόν, σῖτος Plat.)
2) добрый, благожелательный, благосклонный(θεοί Her.; δεσπότης Men.)
χρηστὰ χρηστοῖσι ἔς τινα ἀμείβεσθαι Her. — отплатить кому-л. добром за добро;χρηστόν τι συμβουλεύειν Arph. — дать добрый совет3) счастливый, благоприятный, успешный(ἱρά, τελευτή Her.)
ἐκτελοῖτο δέ τὰ χρηστά! Aesch. — да будет же счастлив исход!;τὰ χρηστὰ ἔχει φίλους Eur. — где счастье, там друзья4) порядочный, честный(βίος Aeschin.)
χ. καὴ φιλόπολις Arph. — честный патриот;ὀλίγον τὸ χρηστόν ἐστιν собир. Arph. — порядочных людей (в Афинах) мало5) кроткий, покорный6) благоустроенный, упорядоченный(πολιτεία Isocr.; οἰκία Plat.)
7) полезный, благотворный πρὸς τέν ψυχήν Plat.; αἱ μὲν χρησταί εἰσιν λῦπαι, αἱ δὲ πονηραί Plat.χ. περὴ τέν πόλιν γεγενημένος Lys. — оказавший услуги государству;
χρηστὰ μέλιττα Arst. — пчела-работница8) знатный, именитыйοἱ χρηστοί Xen. — родовитые люди, аристократия
9) ирон. простоватый, недалекий Arph., Dem., Men.φιλόλογός γ΄ εἶ ἀτεχνῶς καὴ χ. Plat. — охотник до споров ты большой, но и простак тоже
10) изрядный, сильный(δῆγμα Luc.; χρηστὸν καὴ βαθὺ τραῦμα Luc.)
-
2 χρηστός
χρηστός, ή, όν ['дельный'] 1. способный, пригодный; 2. достойный, порядочный (ant. πονηρός) -
3 χρηστός
{прил., 7}1. хороший, полезный;Ссылки: Мф. 11:30; Лк. 5:39; 6:35; Рим. 2:4; 1Кор. 15:33; Еф. 4:32; 1Пет. 2:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρηστός
-
4 χρηστός
{прил., 7}1. хороший, полезный;Ссылки: Мф. 11:30; Лк. 5:39; 6:35; Рим. 2:4; 1Кор. 15:33; Еф. 4:32; 1Пет. 2:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρηστός
-
5 χρηστὸς
удобноедобр χρηστόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρηστὸς
-
6 χρηστός
хорошеедобрый χρηστὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρηστός
-
7 χρηστός
η, ό[ν]1) (при)годный; нужный, полезный; 2) честный, порядочный; добрый, хороший;χρηστά ήθη — добрые нравы;
3) учтивый -
8 χρηστός
1. хороший, полезный; 2. добрый, благой, благосклонный; как сущ. благость.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρηστός
-
9 χρηστός
дельный, хороший -
10 αχρηστος
21) бесполезный, ненужный(ἔς τι Her., πρός τι и τινος Arst.)
οὐκ ἄχρηστόν ἐστι Arst. — небесполезно2) негодный, неисправный(νῆες Her.)
3) праздный, напрасный(μετάνοια Batr.; θέσφατον Eur. - v. l. ἄκραντος)
4) недоброжелательный, злобный(θεοί, λόγοι Her.)
5) не бывший в употреблении, ненадеванный(ἱμάτια Luc.)
6) не пользующийся, не владеющийξυνέσει ἄ. Eur. — неразумный
-
11 διαλανθανω
(fut. διαλήσω, aor. 2 διέλαθον, pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным(ὅ διαλεληθὼς σοφός Plut.)
διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. — он незаметно входит;σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. — это от тебя ускользнуло;οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isocr. — я этого не упустил из виду;θεοὺς διαλαθεῖν Xen. — укрыться от богов;διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. — никто не узнает, что он честен;ἵνα μέ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. — чтобы такие (люди) не оставались в безвестности;δεῖ μέ διαλεληθέναι, πῶς … Arst. — не должно оставаться неизвестным, каким образом … -
12 δυσχρηστος
21) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный(στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ΄ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.)
2) непокорный, норовистый(ἵππος Plut.)
-
13 ευχρηστος
-
14 ζυγος
ὅ1) ярмо(ἐπὴ ζ. αὐχένι κεῖται HH.)
2) перен. иго, бремя(τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὅ ζ. μου χρηστός NT.)
3) (лат. jugum) иго4) поперечный брус или рычаг Arst.5) весы Plat., Arst., Sext., NT.6) состояние равновесияμέ ζυγὸν ὑπερβαίνειν Pythagoras ap. Arst. et Plut. — не нарушать равновесия, т.е. соблюдать меру - см. тж. ζυγόν
-
15 ημιχρηστος
-
16 κινδυνευω
1) (тж. κ. κινδύνευμα Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности(τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὴ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; ἀπολέσθαι Her. и ἀποθανεῖν Plut.)
πάντας κινδύνους κ. Plat. — идти на всяческие опасности;ὑπὲρ τῶν μεγίστων καὴ καλλίστων κ. Lys. — самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага;τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. — так как место оказалось в опасности;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. — город в величайшей опасности;κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT. — ему угрожает обвинение в мятеже2) отваживаться, рисковатьπερὴ αἰσχύνης κ. Lys. — рисковать навлечь на себя позор;
κ. περὴ τοῖς φιλτάτοις Plat. — рисковать самым ценным;κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. — отважиться на лжесвидетельство3) идти в бой, сражаться(πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ΄ ἵππου Xen.)
4) ( в сдержанных утверждениях) иметь вид, казаться, быть возможным(κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.)
κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. — у тебя будет возможность показать свою порядочность;κινδυνεύει impers. Plat., Plut. — возможно, как будто, пожалуй -
17 μισοχρηστος
-
18 παγχρηστος
-
19 πολυχρηστος
-
20 φιλοχρηστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρηστός — useful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρῆστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
χρηστός — ή, ό ηθικός, αγαθός, ενάρετος, ειλικρινής: Πρόκειται για χρηστό υπάλληλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… … Dictionary of Greek
Βερελής, Χρήστος — (Αθήνα 1950 –).Πολιτικός. Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έγινε διδάκτορας χημείας φυσικών προϊόντων του πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Την περίοδο 1993 96 διετέλεσε πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης… … Dictionary of Greek
Ευθυμίου, Χρήστος — (Λαμία 1900 – Αθήνα 1971). Ηθοποιός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Σπύρο Μελά. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1929 με το θίασο… … Dictionary of Greek
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
Λαδάς, Χρήστος — (Αθήνα 1891 – 1948). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής με τη… … Dictionary of Greek
Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… … Dictionary of Greek
Σαρτζετάκης, Χρήστος — (1929 ). Υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο το 1955. Διατέλεσε ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη (1963). Το 1965 έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο… … Dictionary of Greek