Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χρηστός

  • 1 бесполезный

    бесполезный ανώφελος ά χρηστος (ненужный )' μάταιος (напрасный)
    * * *
    ανώφελος; άχρηστος ( ненужный) μάταιος ( напрасный)

    Русско-греческий словарь > бесполезный

  • 2 благонравный

    благонравный
    прил φρόνιμος, χρηστός.

    Русско-новогреческий словарь > благонравный

  • 3 добродетельный

    добродетель||ный
    прил ἐνάρετος, χρηστός.

    Русско-новогреческий словарь > добродетельный

  • 4 нравственностьый

    нравственность||ый
    прил ἡθικός, χρηστός:
    \нравственностьыйое удовлетворение ἡ ήθική Ικανοποίηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > нравственностьый

  • 5 порядочный

    порядочн||ый
    прил
    1. (честный) ἔντιμος, τίμιος, χρηστός:
    \порядочныйый человек <! ἔντιμος ἄνθρωπος, ὁ τίμιος ἄνθρωπος· 2, (довольно хороший) ἀρκετά·
    3. (довомнс большой) σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος.

    Русско-новогреческий словарь > порядочный

  • 6 честный

    честн||ый
    прил τίμιος, Εντιμος, χρηστός· ◊ \честныйое слово ὁ λόγος τιμής· дать \честныйое слово δίνω λόγο τιμής· держаться на \честныйом слове μόλις κρατιέμαι.

    Русско-новогреческий словарь > честный

  • 7 чистоплотный

    чистоплотн||ый
    прил
    1. ὁ φίλος τής καθαριότητας, καθαρός, παστρικός·
    2. перен χρηστός, τίμιος.

    Русско-новогреческий словарь > чистоплотный

  • 8 благой

    επ.
    1. παλ. αγαθός, καλός, χρηστός, ενάρετος•

    -ое намерение καλή διάθεση•

    -ая мысль αγαθή σκέψη.

    2. (διαλκ.) φαντασμένος, παράξενος • ανόητος, αφελής.

    Большой русско-греческий словарь > благой

  • 9 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 10 душевный

    επ.
    1. ψυχικός•

    -ое потрясение ψυχικός κλονισμός•

    с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•

    -ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•

    -ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•

    -ая тревога ψυχικός τρόμος•

    душевный больной ψυχοπαθής.

    2. εγκάρδιος, ειλικρινής•

    душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•

    -ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.

    || καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•

    душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.

    εκφρ.
    -ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > душевный

  • 11 незлой

    επ. βρ: -зол, -зла, -зло
    άκακος, χρηστός, αγαθός, αθώος.

    Большой русско-греческий словарь > незлой

  • 12 нравственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о.
    1. ηθικός, της ηθικής•

    -ые правила ηθικοί κανόνες•

    нравственный критерий ηθικό κριτήριο.

    2. χρηστός, ενάρετος, χρηστοήθης.
    3. πνευματικός, ψυχικός•

    -ое воспитание ηθική διαπαιδαγώγηση•

    -ое потрясение ηθικός κλονισμός•

    -ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση.

    4. βλ. нравоучительный (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > нравственный

  • 13 порядочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.
    2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.
    3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•

    -ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.

    || πολύ μεγάλος•

    порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.

    Большой русско-греческий словарь > порядочный

  • 14 чёрный

    επ., βρ: чрен, черна, черно.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός•

    -ая краска μαύρο χρώμα•

    чёрный дым μαύρος καπνός•

    чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.

    2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•

    -ая раса μαύρη φυλή.

    ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.
    3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•

    ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.

    4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•

    -ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•

    -ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.

    || μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•

    -ая лестница η πισινή σκάλα•

    чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•

    чёрный двор η πισινή αυλή•

    чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.

    5. ανειδίκευτος•

    -ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.

    || ρυπαρός, βρώμικος.
    6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•

    -ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.

    7. βλ. тягловый (1 σημ.).
    8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.
    9. βλ. чародейный.
    ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.
    10. αρνητικός, άσχημος•

    выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.

    11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•

    -ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•

    -ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).

    || (για χρόνο) δύσκολος•

    чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.

    12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•

    -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•

    -ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.

    εκφρ.
    -ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•
    чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•
    - ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•
    - ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•
    - ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•
    чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•
    - ая кровь – το φλεβικό αίμα•
    чёрный лесβλ. чернолесье•
    - ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•
    - ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•
    - ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•
    чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•
    чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•
    - ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•
    - ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•
    - ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•
    - ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•
    - ая тропаβλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•
    называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•
    - ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > чёрный

  • 15 честный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. τίμιος, χρηστός•

    честный человек τίμιος άνθρωπος•

    честный характер τίμιος χαρακτήρας.

    2. έντιμος.
    εκφρ.
    - ое слово – λόγος τιμής (λόγω τιμής)•
    висеть, держать(ся) на -ом слове – μόλις κρατιέμαι (κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα),

    Большой русско-греческий словарь > честный

  • 16 чистоплотный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. φίλος της καθαριότητας (σώματος, ενδυμασίας κλπ.).
    καθαρός, ευειδής.
    2. μτφ. χρηστός, τίμιος.

    Большой русско-греческий словарь > чистоплотный

  • 17 шёлк

    -а (шёлку), προθτ. в шлке κ. в шелку, πλθ. шелка а.
    το μετάξι•

    шёлк-сырец ακατέργαστο μετάξι•

    натуральный шёлк φυσικό ή ζωικό μετάξι•

    искусственный шёлк τεχνητό ή φυτικό μετάξι•

    платье из -а φόρεμα μεταξωτά•

    одеты в -а ντυμένοι στα μεταξωτά•

    в долгу как в -у παρμ. χρεωμένος ως το λαιμό.

    || μτφ. κάθε είδος μεταξοειδές (λείο κ. μαλακό). || μτφ. καλοκάγαθος, χρηστός, ευήθης, μαλακός (για χαρακτήρα).

    Большой русско-греческий словарь > шёлк

См. также в других словарях:

  • χρηστός — useful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρῆστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — ή, ό ηθικός, αγαθός, ενάρετος, ειλικρινής: Πρόκειται για χρηστό υπάλληλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… …   Dictionary of Greek

  • Βερελής, Χρήστος — (Αθήνα 1950 –).Πολιτικός. Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έγινε διδάκτορας χημείας φυσικών προϊόντων του πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Την περίοδο 1993 96 διετέλεσε πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυμίου, Χρήστος — (Λαμία 1900 – Αθήνα 1971). Ηθοποιός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Σπύρο Μελά. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1929 με το θίασο… …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη …   Dictionary of Greek

  • Λαδάς, Χρήστος — (Αθήνα 1891 – 1948). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… …   Dictionary of Greek

  • Σαρτζετάκης, Χρήστος — (1929 ). Υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο το 1955. Διατέλεσε ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη (1963). Το 1965 έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»