-
1 παγχρηστος
См. также в других словарях:
πάγχρηστος — πάγχρηστος, ον (ΑΜ) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστος φαρμακευτικό παρασκεύασμα αρχ. 1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ γος ἔσται», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον ονομασία διαφόρων φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρηστός] … Dictionary of Greek
πάγχρηστος — good for all work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρηστότερον — πάγχρηστος good for all work adverbial comp πάγχρηστος good for all work masc acc comp sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχρηστον — πάγχρηστος good for all work masc/fem acc sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρήστου — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρήστῳ — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχρηστοι — πάγχρηστος good for all work masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek