Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πάγχρηστος

См. также в других словарях:

  • πάγχρηστος — πάγχρηστος, ον (ΑΜ) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστος φαρμακευτικό παρασκεύασμα αρχ. 1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ γος ἔσται», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον ονομασία διαφόρων φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρηστός] …   Dictionary of Greek

  • πάγχρηστος — good for all work masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρηστότερον — πάγχρηστος good for all work adverbial comp πάγχρηστος good for all work masc acc comp sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστον — πάγχρηστος good for all work masc/fem acc sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστου — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστῳ — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστοι — πάγχρηστος good for all work masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»