-
1 χρηστός
χρηστός, adj. verb. von χράομαι, 1) brauchbar, nützlich, tauglich, Her., übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen, 7, 215; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohlthaten, ἔς τινα, 1, 41. 42; übh. gut, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά Aesch. Pers. 224; Soph. öfter, z. B. φρένες χρησταί, γνώμας ἔχων χρηστάς, Ant. 299. 632; oft bei Eur.; χρηστόν τι πράττων Ar. Plut. 341; Ggstz von μοχϑηρός, z. B. οἰκία Plat. Gorg. 504 b; ὅ τι χρηστὸν ἢ πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα Prot. 313 d, u. sonst; – heil- oder glückbringend, ϑεοί Her. 8, 111; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende, 8, 157; von Opfern u. Vorbedeutungen, Glück verheißend, ἱρά, σφάγια χρηστά, 5, 44. 9, 61. 62; – heilsam für Etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen, Ael. – Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 360. – 2) vom Menschen gut, brav, bieder; Ggstz von πονηρός Soph. Phil. 435, wo der Nebenbegriff »tapfer« ist; von κακός O. R. 610 Ant. 516; ὁ ἐσϑλὸς χρηστός ἐστ' ἀεί Eur. Hec. 598; treu-, gutherzig, einfach, Plat. öfter; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein, wie εὐήϑης, Plat. Theaet. 161 a, öfter, u. Folgde. – Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll, Dem. Lpt. 7; – οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. – Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann, Hippocr. – Adv., χρηστῶς ἔχειν Ar. Eccl. 219.
-
2 χρηστός
χρηστός, (1) brauchbar, nützlich, tauglich; übh. gut in seiner Art, seiner Bestimmung entsprechend, τινί, bequem wozu zu gebrauchen; τὰ χρηστά, nützliche Dienste, Wohltaten; übh. gut; heil- oder glückbringend; dah. auch τελευτὴ χρηστή, ein glückliches Ende; von Opfern u. Vorbedeutungen: Glück verheißend; heilsam für etwas, τινός, z. B. χρηστὰ τῶν νεύρων, heilsam für die Sehnen. Bei den Gramm. = gebräuchlich, üblich; (2) vom Menschen: gut, brav, bieder; Ggstz von πονηρός, wo der Nebenbegriff 'tapfer' ist; treu-, guterzig, einfach; einfältig, im guten u. im schlimmen Sinne, dumm, gemein. Wie χρήσιμος von Staatsbürgern = um den Staat verdient, verdienstvoll; οἱ χρηστοί, die ersten, vornehmsten Familien im Staate, optimates. Vom Manne = tüchtig zum Beischlaf, od. der eine Frau gebrauchen kann -
3 πολύ-χρηστος
πολύ-χρηστος, sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.
-
4 πάγ-χρηστος
πάγ-χρηστος, ganz, zu Allem brauchbar; πάγχρηστον ἄγγος ἔσται, Ar. Ach. 936; κτῆμα, Xen. Mem. 2, 4, 5; Sp.
-
5 φιλό-χρηστος
φιλό-χρηστος, das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.
-
6 χειρό-χρηστος
χειρό-χρηστος, tüchtig mit der Hand, handfertig, geübt, Iambl.
-
7 κακό-χρηστος
κακό-χρηστος, schlecht angewendet, Sp.
-
8 εὔ-χρηστος
εὔ-χρηστος, leicht zu gebrauchen, brauchbar, nützlich, Plat. Legg. VI, 777 b; πρός τι, Xen. Mem. 3, 8, 5; οὕτω πορευόμενοι εὐχρηστότεροι γίγνονται Cyr. 5, 3, 39; Mem. 4, 1, 3; Sp., εἴς τι D. Sic. 5, 40. – Adv., εὐχρήστως ἔχειν πρός τι, = εὐχρηστέω, Pol. 3, 73, 5.
-
9 δύς-χρηστος
-
10 βιό-χρηστος
βιό-χρηστος, für's Leben brauchbar?
-
11 διά-χρηστος
διά-χρηστος, durchaus tüchtig, Lynceus bei Ath. III, 109 e.
-
12 θεό-χρηστος
θεό-χρηστος, von Gott verkündigt, Philo.
-
13 Πῡθό-χρηστος
Πῡθό-χρηστος, vom Pythischen Orakel geweissagt; μαντεύματα, Aesch. Ch. 888; νεανίας, d. i. Ion, Eur. Ion 1218; νόμοι, Xen. Lac. 8, 5.
-
14 μῑσό-χρηστος
μῑσό-χρηστος, die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
-
15 ἀ-κατά-χρηστος
ἀ-κατά-χρηστος, ungebräuchlich, Eust.
-
16 ἄ-χρηστος
ἄ-χρηστος, 1) unbrauchbar, unnütz, καἰ φοῠλος Plat. Lys. 204 b; πολίτης Is. 7, 37, der kei, te Liturgien übernehmen kann; ἀχρήστους ἐποίησε, er machte, daß sie nichts ausrichten konnten, Pol. 8, 7; ἄχρηστον πίπτει ϑέσφατον, d. i. der Orakelspruch geht nicht in Erfüllung, Eur. I. T. 121; – τινί, für Einen, Her. 1, 80; oft bei Plat. u. sonst; εἴς τι Her. 8, 142. der auch die ϑεοὶ ἄχρηστοι den χρηστοί entgegensetzt, nicht wo hlwollend, 8, 111; vgl. λόγος 9, 111; ἄχρηστον als adv., vergebens, Batrach. 70; sonst ἀχρήστως, Plut. Sol. 21; so ἀχρήστως ἔχειν πρὸς τὸν λοιπὸν βίον Dem. 61, 43; vgl. Isocr. 4, 41. – 2) nicht gebrauchend, συνέσει. unverständig, Eur. Troad. 667. – 3) ungebraucht, ἱμάτια Luc. Lexiph. 9; vgl. Ath. III, 97 e; ungebräuchlich, Gramm. – 4) bei Ath. 3, 98 b heißt Einer ἄχρηστος. der kein Orakel erhalten hat.
-
17 ἶερό-χρηστος
ἶερό-χρηστος, Conj. für χειρόχρηστος, w. m. s.
-
18 ἡμί-χρηστος
ἡμί-χρηστος, halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.
-
19 φλαῦρος
φλαῦρος, eigtl. att. statt φαῠλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – schlecht, gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῠρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῠρ' ἔπη μυϑούμενος 1141; Ggstz χρηστός Eur. Med. 1103; φλαῠρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῠρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Ggstz ἀγαϑός Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῠρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως πρῆξαι τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.
-
20 χραισμέω
(χραισμέω), ungebr. praes., von welchem Stamme folgde, jedoch bloß epische Formen vorkommen: fut. χραισμήσω, aor. I. ἐχραίσμησα, aor. II. ἔχραισμον; Hom. hat vom fut. nur χραισμήσει u. χραισμησέμεν, Il. 20, 296. 21, 316, vom aor. I. χραίσμησε und χραισμῆσαι, öfter in der Il., und am häufigsten aor. II., χραῖσμε, Il. 14, 66 mit dem augm. ἔχραισμε, conj. χραίσμῃ u. χραίσμῃσι, χραίσμωσι, inf. χραισμεῖν; nur in der Il.; – etwas Verderbliches von Einem abwehren, abhalten; οὐ κορύνη οἱ ὄλεϑρον χραῖσμε σιδηρείη Il. 7, 144; οὐδέ τί οἱ χραισμήσει λυγρὸν ὄλεϑρον 20, 296; τοῖς οὔτις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεϑρον Τρώων 11, 120; häufiger mit dem bloßen dat. der Person, Einem beistehen, ihn schützen, ihm helfen, nützen, doch so, daß immer an eine Abwehr eines Uebels zu denken ist; μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον Il. 1, 28; τοῖς δ' οὔτι δυνήσεαι χραισμεῖν, 1, 242; 15, 652 u. öfter; seltner mit dem bloßen acc., χραισμεῖν τι, Il. 1, 589. 21, 193; auch ganz ohne Casus, 14, 66. 15, 652. Uebrigens braucht Hom. das Wort nur in verneinenden Sätzen, denn auch Il. 21, 193, εἰ δύναταί τι χραισμεῖν, ist mit Hohn gesprochen u. steht für οὐ χραισμεῖν δύναται. In der Od. u. bei Hesiod. findet sich das Wort nicht. – Einzeln bei sp. D.: οὐ γεῖσσα χραισμήσουσι Lycophr. 292; ἀνεψιαῖς ὄρνισι χραισμῆσαι γάμους 547; u. so in positiven Sätzen auch Ap. Rh. 2, 249, χραίσμετε, imperat. 2, 218, wo der Schol. bemerkt, daß die Klitorier in Arkadien das Wort übh. für βοηϑεῖν, ἐπαρκεῖν brauchten; Nic. Th. 643 von Arzenei. – Vgl. übrigens Buttm. Lexil. I p. 5 ff., der den Zusammenhang mit χράω, χράομαι, χρηστός zeigt.
См. также в других словарях:
χρηστός — useful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρῆστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
χρηστός — ή, ό ηθικός, αγαθός, ενάρετος, ειλικρινής: Πρόκειται για χρηστό υπάλληλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… … Dictionary of Greek
Βερελής, Χρήστος — (Αθήνα 1950 –).Πολιτικός. Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έγινε διδάκτορας χημείας φυσικών προϊόντων του πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Την περίοδο 1993 96 διετέλεσε πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης… … Dictionary of Greek
Ευθυμίου, Χρήστος — (Λαμία 1900 – Αθήνα 1971). Ηθοποιός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Σπύρο Μελά. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1929 με το θίασο… … Dictionary of Greek
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
Λαδάς, Χρήστος — (Αθήνα 1891 – 1948). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής με τη… … Dictionary of Greek
Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… … Dictionary of Greek
Σαρτζετάκης, Χρήστος — (1929 ). Υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο το 1955. Διατέλεσε ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη (1963). Το 1965 έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο… … Dictionary of Greek