-
1 земной
επ.1. γήινος, της γης•-ая кора ο φλοιός της γης•
-ая поверхность η επιφάνεια της γης•
-ая ось ο άξονας της γης•
земной шар η γήινη σφαίρα.
2. επίγειος, εγκόσμιος•земной рай επίγειος παράδεισος•
-ые блага επίγεια αγαθά•
земной поклон εδαφιαία υπόκλιση•
окончить -ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πεθαίνω).
-
2 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
3 Fruit
subs.P. and V. καρπός, ὁ.Fruit of all kinds: V. παγκαρπία, ἡ.Fruits of the earth: P. and V. καρπός, ὁ, Ar. and V. ἄροτος, ὁ, στάχυς, ὁ, V. γῆς βλαστήματα, τά. γῆς φυτά, τά, P. τά ἐκ τῆς γῆς φυόμενα, τὰ ὡραῖα.Corn: P. and V. σῖτος, ὁ.Tree fruit: P. and V. ὀπώρα, ἡ. P. δένδρων καρπός, ὁ (Plat., Prot. 321B).Offspring: see Offspring.Time of fruit: P. and V. ὀπώρα, ἡ.First fruits: P. and V. ἀκροθίνια, τά (sing. sometimes in V.), ἀπαρχαί, αἱ (sing. Plat., Prot. 343B).met., fruits, results: P. and V. καρπός, ὁ (or pl.) (Dem. 328).You have enjoyed the fruits of his benevolence: P. τῆς φιλανθρωπίας... ὑμεῖς... τοὺς καρποὺς κεκόμισθε ( Dem 304).Reap the fruits of, v.: P. and V. καρποῦσθαι (acc.), ἐκκαρποῦσθαι (acc.), ἀπολαύειν (gen.), V. ἐπαυρέσθαι ( 2nd aor. of ἐπαυρίσκειν) (gen.), καρπίζεσθαι (acc.) (Eur., Hipp. 432).Bear fruit: V. καρποῦν (acc.).met., be of advantage: P. and V. ὠφελεῖν.Result: P. and V. συμβαίνειν, P. περιγίγνεσθαι.Now the curse bears fruit: V. νῦν ἀραὶ τελεσφόροι (Æsch., Theb. 655).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fruit
-
4 кругосветный
επ.του γύρου της γης•-ое путешествие ο γύρος της γης1• -ое плавание ο περίπλους της γης.
-
5 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. -
6 поверхность
η επιφάνει/α, το εμβαδόνвинтовая - мат. ελικοειδής -лицевая - (строительного камня) η έξω/κατεργασμένη - (του οικοδομικού λίθου)ненесущая - ав. μη φέρουσα -несущая - ав. φέρουσα -оптически плоская - (опт.элн.) οπτικά επίπεδη -тепловоспринимающая - см. теплопогло -щающая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поверхность
-
7 земледелец
ο γεωργός, ο καλλιεργητής της γής-ие η γεωργία, η καλλιέργεια της γης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > земледелец
-
8 полуось
ο ημιάξονας, το ημιαξόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полуось
-
9 кора
кора ж в рази. знач. о φλοιός земная \кора о φλοιός της γης \кора головного мозга о φλοιός του εγκεφάλου* \кора дерева о φλοιός του δέντρου* * *ж в разн. знач.ο φλοιόςземна́я кора́ — ο φλοιός της γης
кора́ головно́го мо́зга — ο φλοιός του εγκεφάλου
кора́ де́рува — ο φλοιός του δέντρου
-
10 недра
-
11 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
12 земельный
земельн||ыйприл ἔγγειος, τής γής:\земельныйая рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· \земельныйая собственность ἡ γαιοκτησία· \земельныйая реформа ἡ μεταρρύθμιση τής γαιοκτησίας, τό μοίρασμα γής· \земельный участок τό οἰκόπεδο. -
13 земной
земи||ойприл γήινος, ἐπίγειος:\земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση. -
14 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
15 Geography
subs.Use τὰ περὶ τῆς γῆς.Acquainted with the geography of a place: P. ἔμπειρος τῆς γῆς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Geography
-
16 Half
subs.P. and V. τὸ ἥμισυ.——————adj.P. and V. ἥμισυς.Saw in half: P. δίχα πρίειν.You said you would cut yourself in half: Ar. ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ (Lys. 132).The height when completed was about half what he intended: P. τὸ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο (Thuc. 1, 93).Half an estate: P. ἡμικλήριον, τό.Be honest by halves: P. ἐφʼ ἡμισείᾳ χρηστὸς εἶναι (Dem. 430).He bade them raise a shield when half way across: P. εἶπεν ἆραι ασπίδα κατὰ μέσον τον πλοῦν (Xen., Hell. II. 1, 27).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Half
-
17 Crop
subs.Fruit of the soil: P. and V. καρπός, ὁ, Ar. and V. ἄροτος, ὁ, στάχυς, ὁ, V. γῆς βλαστήματα, τά, γῆς φυτά τά, P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα. (Plat.), τὰ ὡραῖα.He who provides the seed is responsible for the crop: P. ὁ τὸ σπέρμα παρασχὼν οὗτος τῶν φύντων αἴτιος (Dem. 280.).Harvest: P. and V. θέρος, τό.Crop of birds: Ar. πρηγορών, ὁ.met., crop of traitors: P. φορὰ προδοτών, ἡ (Dem. 245).——————v. trans.Browse: P. and V. νέμεσθαι (Plat., also Ar.).With mane close-cropped in dishonour: V. κουραῖς ἀτίμως διστετιλμένης φόβης (Soph., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crop
-
18 Under
adv.P. and V. κάτω, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).Adjectivally, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).The underworld: P. and V. ᾍδης, ὁ, or use P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see under World.From the underworld: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).In the underworld: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).Of the underworld, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.To the underworld: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.——————prep.Of motion under: Ar. and P. ὑπό (acc.).Of rest: P. and V. ὑπό (gen. or dat., but dat. rare in P.).Of subjection: P. and V. ὑπό (dat.).Below: P. and V. ὑπό (gen.), Ar. and P. ὑπένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κάτω (gen.).I am not amenable to the laws under which I was summarily arrested: P. καθʼ οὓς ἀπήχθην οὐκ ἔνοχός εἰμι τοῖς νόμοις (Antipho. 139, 27).Under a name: P. ἐπʼ ὀνόματος.To abide by the name under which he adopted you: P. μένειν ἐφʼ οὗ σὲ ἐποιήσατο ὀνόματος (Dem. 1003).Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις.Under fire, be under fire: use P. and V. βάλλεσθαι (lit., be shot at).Under ground: P. ὑπὸ γῆς, V. ὑπὸ χθονός, κατὰ χθονός, κάτω γῆς, κάτω χθονός, Ar. κατὰ τῆς γῆς (Pl. 238).Under sentence: use condemned.Under way, get under way, v.: P. and V. ἀπαίρειν, αἴρειν (V. in mid.); see set sail.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Under
-
19 диаметр
η διάμετρ/οςсопряжённые - ы συζυγείς - οι (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметр
-
20 пояс
1. тех. η ζώνη, η λωρίδα, το ζωνάριшвеллерный - стр. η φλάντζα της δοκού2. мор. η σειρά ελασμάτωνширстречный - του ζωστήρα 3 (то что расположено полосой вокруг чего-л.окружает собой что-л.) η ζώνη, ο ζωστήρας, η λωρίδα, η ταινίαчасовой - ωρολογιακή -, ωριαία - άτρακτος4. (часть туловища между грудью и животом, талия) η μέση, η οσφύς 5. (часть поверхности земного шара между двумя меридианами) η ζώνη (της γης) 6. (климатическая зона) η ζώνη. тропический - τροπική - 7. эк. η ζώνη 8. (часть скелета позвоночных животных и человека, служащая для причленения к туловищу и опоры конечностей) η οσφύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пояс
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek