-
21 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
22 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
23 дрожание
1. (света, огня и т.п.) το τρε-μόσβημα, η αναλαμπή 2. (вздрагивание)η τρεμούλα, το τρέμουλο, το ρίγος ^(сотрясение, колебание) η δόνηση, ο παλμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрожание
-
24 червь
червьм прям.., перен τό σκουλήκι, ὁ σκώληκας [-ηξ]:земляной \червь τό σκουλήκι τής γής, ὁ γαιοσκώληκας· древесный \червь τό σκουλήκι τοῦ ξύλου· шелковичный \червь ὁ μεταξοσκώληκας· дождевой \червь τό σκουλήκι τής βροχής· ◊ \червь сомнения τό σκουλήκι τής ἀμφιβολίας· книжный \червь ὁ βιβλιοφάγος. -
25 дневной
επ.1. ημερήσιος, της ημέρας•свет το άσπρο φως, το φως της ημέρας•
лампа -го света λάμπα λευκού φωτός•
-ое время ο ημερήσιος χρόνος, η μέρα•
-ые часы το απομεσήμερο•
дневной спектакль απογευματινή παράσταση•
-ая смена ημερήσια βάρδια•
дневной заработок ημερομίσθιο, μεροκάματο.
2. ημερόβιος (για έντομα, ζώα).εκφρ.- ая поверхность – η επιφάνεια της γης. -
26 земля
земля 1-и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
2. η ξηρά.3. έδαφος•плодородная земля εύφορη γη•
бесплодная земля άγονη γη•
песчаная земля αμμώδες έδαφος•
пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•
обетованная земля γη της επαγγελίας•
национализация -и εθνικοποίηση της γης•
церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•
колхозная земля κολχόζνικη γη.
|| χώμα•жирная земля παχύ χώμα•
рыхлая земля αφράτο χώμα•
бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•
лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.
|| χώρα, τόπος, κράτος•он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•
необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.
4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.εκφρ.словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•-и под собой не слышать ή не чуять – κ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.земля 2-и θ.παλαιά ονομασία του γράμματος «З». -
27 край
-я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.1. άκρη, άκρο•край крыши η άκρη της στέγης•
он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.
|| χείλος•налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.
|| ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.2. χώρα, περιοχή, τόπος•родной край γενέτειρα.
3. μεγάλη διοικητική περιοχή.εκφρ.толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•тонкий край – πλευρικό, πλευρά•с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•в наших -ях – στα μέρη μας•из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•конца и -я нет – απέραντος•на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•на край земли – στα πέρατα της γης•быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου. -
28 тяготение
-я ουδ.1. έλξη, τράβηγμα•сила -я η δύναμη της έλξης•
закон всемирного -я ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
земное тяготение η έλξη της γης.
2. τάση, κλίση, ροπή•тяготение к музыке κλίση προς τη μουσική.
|| μτφ. κράτος, εξουσία, ισχύς. -
29 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
30 Product
subs.Natural products: P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα, V. γῆς φυτά, τά.Work of labour: P. and V. ἔργον, τό. V. ὄργανον, τό, τέχνημα, τό, τέχνη, ἡ, πόνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Product
-
31 вращение
η περιστροφή, το γύρισμαлевое - см. - против часовой стрелки обратное - αντίθετη -правое - см. - по часовой стрелке - против часовой стрелки η στροφή κατά φοράν αντίθετη των δεικτών του (ω)ρολογιούсуточное - (астр) η ημερήσια κίνηση/περιστροφή (της Γης περί/γύρω από τον άξονα της)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращение
-
32 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
33 дислокация
1. (крист.) η ατέλεια της κρυσταλλικής δομής 2. (геол) η τεκτονική μετατόπιση/διατάραξη των στρωμάτων των ορυκτών (λόγω κίνησης του φλοιού της Γης) 3. (войск) η διάταξη 4. мед. η εξάρθρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дислокация
-
34 кларк
η ποσοστιαία περιεκτικότητα (χημικού στοιχείου του φλοιού της γης, της υδροσφαίρας κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кларк
-
35 ось
1. (прямая, проходящая через центр симметрии или центр тяжести какого-л. тела) о άξον/αςη νοητή (αξονική) γραμμήпо - и στον - α, στην κατεύθυνση του - αбольшая - (геод.) μέγας -2. (стержень, на котором укрепляют колесо, вращающиеся части машин, механизмов и т.п.) о πείρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ось
-
36 притяжение
физ. η έλξ/ηкулоновское - см. электростатическое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притяжение
-
37 состав
1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχίαο συρμόςразг. το τρένο5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав
-
38 запуск
-
39 национализация
-и θ.1. εθνικοποίηση•промышленности εθνικοποίηση βιομηχανίας• -- земли εθνικοποίηση της γης.
2. εισαγωγή της εθνικής γλώσσας σ όλα τα ιδρύματα και οργανώσεις. -
40 недра
недр πλθ. το εσωτερικό της γης, τα έγκατα. || μτφ. τα σπλάχνα, τα κατάβαθα, τα μύχια•в -ах души στα κατάβαθα της ψυχής.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek