-
1 uydu
δορυφόρος -
2 satellite
δορυφόρος -
3 družice
δορυφόρος -
4 satelit
δορυφόρος -
5 satellite
δορυφόρος -
6 satelita
δορυφόρος -
7 сателлит
1. (зубчатое колесо планетарной передачи) о δορυφόρος οδοντωτός τροχόςο δορυφόρος του πλανητικού συστήματος των τροχών2. (государство) το κράτος-δορυφόρος 3. астр. ο δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сателлит
-
8 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
9 сателлит
-а α.1. δορυφόρος, σωματοφύλακας.2. (αστρν.) δορυφόρος.3. (τεχ.) δορυφόρος (διαφορικού κ.τ.τ.).μτφ. κράτος πιστό σε μεγάλη Δύναμη. -
10 спутник
-а α. -ца, -ы θ.1. συνοδοιπόρος, συνοδίτης, συνταξιδιώτης, -ισσα. || σύμ-βιος, σύνευνος, σύντροφος στη ζωή.2. (αστρν.) δορυφόρος•луна спутник - земли το φεγγάρι είναι δορυφόρος της γης.
3. μτφ. συνακόλουθος.εκφρ.искусственный спутник – τεχνητός δορυφόρος, σπούτνικ. -
11 спутиик
спу́тии||км1. ὁ συνοδοιπόρος, ὁ συ-νοδίτης, ὁ συνταξιδιώτης·2. астр. ὁ δορυφόρος:искусственный \спутиик Земли́ ὁ τεχνητός δορυφόρος τής γής, ὁ σπούτνικ. -
12 satellite
1) (a smaller body that revolves around a planet: The Moon is a satellite of the Earth.) δορυφόρος2) (a man-made object fired into space to travel round usually the Earth: a weather satellite.) δορυφόρος• -
13 город-спутник
η πόλη-δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > город-спутник
-
14 метеоспутник
ο μετεωρολογικός δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метеоспутник
-
15 искусственный
иску́сственн||ыйприл1. τεχνητός, ψεύτικος:\искусственныйое орошение ἡ τεχνητή ἀρδευση· \искусственныйое питание τό τεχνητό τάγισμα· \искусственныйые зу́бы τά ψεύτικα δόντια· \искусственныйый шелк τό τεχνητό μετάξι· \искусственныйые цветы τά τεχνητά ἄνθη· \искусственныйый спутник Земли́ τεχνητός δορυφόρος·2. (деланный) τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος, ἐπίπλαστος:\искусственныйая улыбка τό ψεύτικο χαμόγελο· \искусственныйый смех τό πλαστό γέλοιο. -
16 сателлит
сателлитм астр., перен ὁ δορυφόρος. -
17 communications satellite
noun τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος -
18 moon
[mu:n] 1. noun1) (the heavenly body that moves once round the earth in a month and reflects light from the sun: The moon was shining brightly; Spacemen landed on the moon.) φεγγάρι,σελήνη2) (any of the similar bodies moving round the other planets: the moons of Jupiter.) δορυφόρος•- moonless- moonbeam
- moonlight 2. verb(to work at a second job, often at night, in addition to one's regular job: He earns so little that he has to moonlight.)- moonlit
- moon about/around -
19 луна
-ы, πλθ. луны θ.1. φεγγάρι, σελήνη•затмение -ы έκλειψη σελήνης•
полная луна πανσέληνος•
первая четверть -ы το πρώτο τέταρτο της σελήνης•
последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης•
при свете -ы κάτω από το φως του φεγγαριού•
ущерб -ы φθίση της σελήνης•
фазы -ы φάσεις της σελήνης•
луна взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε-)•
2. (αστρν.) δορυφόρος. -
20 Spear
subs.P. and V. δόρυ, τό, βέλος, τό (rare P.). παλτόν, τό (Xen. and Æsch., frag.), Ar. and P. ἀκόντιον, τό, V. ἄκων, ὁ, βέλεμνον, τό, αἰχμή, ἡ, μεσάγκυλον, τό, Ar. and V. λόγχη, ἡ.For striking fish: P. τριόδους, ὁ (Plat.).Short spear: Ar. and P. δοράτιον, τό.Contest with the spear: V. δοριπετὴς ἀγωνία, ἡ.Fallen by the spear, adj.: V. δοριπετής.Spear head, subs.: P. and V. λόγχη, ἡ (Plat.).Armed with spear, adj.: V. δορυφόρος.With golden spear: Ar. and V. χρυσόλογχος.Brandishing the spear: V. δορυσσοῦς δορυσσόος.Spear-maker: subs.: Ar. δορυξός, ὁ, V. λογχοποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spear
См. также в других словарях:
Δορυφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — ο 1. ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη: Η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης. 2. φρ., «τεχνητός δορυφόρος», σώμα που εκτοξεύεται από τη Γη προς το διάστημα με σκοπό να αποκτήσει προσχεδιασμένη τροχιά γύρω από έναν πλανήτη ή τη Γη.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφόρω — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορυφόρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρως — δορύφορος spear bearing adverbial δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl (doric) δορυφόρος adverbial δορυφόρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόροις — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl δορυφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόροισι — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρον — δορυφόρος masc/fem acc sg δορυφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρου — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg δορυφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρους — δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl δορυφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)