Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῆς+γῆς+τ

  • 81 пуп

    пуп
    м разг см. пупок· ◊ \пуп земли ирон. ὁ ὁμφαλός τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > пуп

  • 82 сильный

    си́льн||ый
    прил δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):
    \сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > сильный

  • 83 сметать

    сметать I
    несов
    1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:
    \сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·
    2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:
    \сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·
    3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:
    \сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.
    сметать II
    сов см. сметывать.

    Русско-новогреческий словарь > сметать

  • 84 соль

    сол||ь I ж прям., перен τό ἄλας, τό ἀλάτι:
    поваренная \соль τό μαγειρικό ἀλατι· каменная \соль τό ὀρυκτόν ἄλας· морская \соль τό θαλασσινό ἀλάτι· английская \соль фарм. τό ἀγγλικόν ἄλας· превращать в \соль ἀλατοποιω, μετατρέπω σέ ἄλας· посыпать \солью βάζω ἀλάτι, ἀλατίζω· ◊ \соль земли́ τό ἄλας τής γής.
    соль II
    с нескл. муз. σόλ:
    \сольдиез σόλ δίεσις.

    Русско-новогреческий словарь > соль

  • 85 спутиик

    спу́тии||к
    м
    1. ὁ συνοδοιπόρος, ὁ συ-νοδίτης, ὁ συνταξιδιώτης·
    2. астр. ὁ δορυφόρος:
    искусственный \спутиик Земли́ ὁ τεχνητός δορυφόρος τής γής, ὁ σπούτνικ.

    Русско-новогреческий словарь > спутиик

  • 86 стереть

    стереть
    сов см. стирать I· ◊ \стереть с лица земли ἐξαφανίζω ἀπό τό πρόσωπο τής γής· \стереть в порошок κάνω στάχτη.

    Русско-новогреческий словарь > стереть

  • 87 толща

    толщ||а
    ж τό πάχος:
    в \толщае земной коры στό πάχος τοῦ φλοιού τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > толща

  • 88 axis

    ['æksis]
    plural - axes; noun
    1) (the real or imaginary line on which a thing turns (as the axis of the earth, from North Pole to South Pole, around which the earth turns).) ο άξονας της Γης
    2) (a fixed line used as a reference, as in a graph: He plotted the temperatures on the horizontal axis.) άξονας

    English-Greek dictionary > axis

  • 89 the salt of the earth

    (a very good or worthy person: People like her are the salt of the earth.) το άλας της γης

    English-Greek dictionary > the salt of the earth

  • 90 землепользование

    ουδ.
    χρησιμοποίηση (καλλιέργεια) της γης.

    Большой русско-греческий словарь > землепользование

  • 91 землепользователь

    α.
    εκμεταλλευτής της γης (καλλιεργητής).

    Большой русско-греческий словарь > землепользователь

  • 92 землеустроитель

    α.
    ειδικός διακανονισμού της γης.

    Большой русско-греческий словарь > землеустроитель

  • 93 землеустроительный

    επ.
    του ! διακανονισμού γαιών•

    -ые мероприятия μέτρα διακανονισμού της γης.

    Большой русско-греческий словарь > землеустроительный

  • 94 землеустройство

    ουδ.
    αγροτικό σύστημα διακανονισμού της γης (χωροταξία).

    Большой русско-греческий словарь > землеустройство

  • 95 изморозь

    θ.
    δροσόπαγος. || αχνός της γης.

    Большой русско-греческий словарь > изморозь

  • 96 кора

    θ.
    1. φλοιός, φλούδα•

    кора дерева ο φλοιός του δέντρου.

    2. μτφ. φαινομενικότητα, εξωτερική όψη•

    под -ой его суровости было доброе сердце πίσω από την αυστηρότητα του κρύβονταν η αγαθή καρδιά.

    εκφρ.
    земная кора – ο φλοιός της γης•
    кора больших полушарий головного мозга• кора голодного мозга• мозговая кора – ο φλοιός του εγκεφάλου.

    Большой русско-греческий словарь > кора

  • 97 культурный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. πολιτιστικός• εκπολιτιστικός•

    культурный уровень населения το πολιτιστικό επίπεδο του λαού•

    -ое и материальное благосостояние η πολιτιστική και υλική ευημερία•

    культурный центр πολιτιστικό κέντρο•

    -ое сотрудничество πολιτιστική συνεργασία.

    2. πολιτισμένος•

    -ая среди πολιτισμένο περιβάλλον•

    культурный человек πολιτισμένος άνθρωπος.

    3. τα καλλιεργούμενα ή ήμερα φυτά.
    εκφρ.
    культурный слой земли – (αρχλ.) το ανώτερο στρώμα της γης.

    Большой русско-греческий словарь > культурный

  • 98 на-гора

    επίρ.
    πάνω από το ορυχείο,στην επιφάνεια της γης.

    Большой русско-греческий словарь > на-гора

  • 99 низко

    επίρ.
    χαμηλά κλπ. επ.
    χαμηλότερα, πιο κάτω, κατώτερα•

    окна низко от земли παράθυρα χαμηλότερα από την επιφάνεια της γης.

    Большой русско-греческий словарь > низко

  • 100 обезземелить

    ρ.σ.μ. στερώ της γης, καθιστώ ακτήμονα.

    Большой русско-греческий словарь > обезземелить

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»