-
1 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
2 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
3 αποτρελ(λ)αίνω
(αόρ. αποτρέλλανα, παθ. αόρ. αποτρελλάθηκα) μετ.1) сводить с ума, доводить до безумия; 2) чрезмерно докучать, надоедать, раздражать -
4 αποτρελ(λ)αίνω
(αόρ. αποτρέλλανα, παθ. αόρ. αποτρελλάθηκα) μετ.1) сводить с ума, доводить до безумия; 2) чрезмерно докучать, надоедать, раздражать -
5 κουτ(ι)αίνω
(αόρ. (ε)κούτ(ι)ανα, παθ. αόρ. (ε)κουτιάθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ. глупеть, выживать из ума -
6 κουτ(ι)αίνω
(αόρ. (ε)κούτ(ι)ανα, παθ. αόρ. (ε)κουτιάθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ. глупеть, выживать из ума -
7 ξετρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ., тж. ξετρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума; — быть без ума;
είναι ξετρελλαμένος με το θέατρο он помешан на театре -
8 ξετρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ., тж. ξετρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума; — быть без ума;
είναι ξετρελλαμένος με το θέατρο он помешан на театре -
9 παθαίνω
A make pathetic,τὰ μὴ ἔχοντα πάθος Corn.Rh.p.388
H.; fill with emotion,τοὺς ἀκροωμένους D.H.Dem.18
, cf. 20, Th.23:— [voice] Med., [tense] aor.ἐπαθηνάμην Luc.Am.29
; speak with passionate gestures,σύ μοι χολὴν κινεῖς παθαινομένη Men.Epit. 587
, cf. D.H.3.73, D.C.51.12; of an orator, D.H.Lys.9, Plu.2.447f, Luc.l.c.; of a dancer, AP5.128 (Autom.); of a musician, Plu.2.713a:—[voice] Pass., to be subject to passion or emotionally affected,π. κατὰ τὴν αἴσθησιν Porph.Abst.1.42
, cf. Sent. 29, Procl.Inst. 209.II in [voice] Pass., to be subject to external influences, Olymp. in Mete.9.28, Simp. in Cat.316.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθαίνω
-
10 πάσχω
Grammatical information: v.Meaning: `to get an impression, to experience, to undergo, to suffer' (Il.).Derivatives: 1. πένθος n. `sorrow, grief' (Il.) with several derivv.: πενθέω, - ῆσαι `to grieve, to sorrow' (Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 349) with πένθ-ημα, - ήμων, - ητήρ (Benveniste Noms d'agent 42), f. - ήτρια a.o.; also πένθ-ιμος `belonging to grief' (poet.; after θανάσιμος? Arbenz 79 f.), - ικός `id.' (X., LXX), - ηρός `id.' (Anaxil.); Πενθεύς m. PN reshaping of Τενθεύς (Schwyzer 295 w. lit.). 2. πάθος n. `experience, passion, suffering' (IA.); also πάθ-η f., - ημα n. `id.' (Chantraine Form. 22 f., 190), - ησις, - ητικός, - ικός a.o.; referring to ἀντι-, συμ-παθεῖν `to feel repulsion resp. sympathy': ἀντι-, συμ-παθής with - εια, - έω (Ar., hell.). Denominative παθ-αίνομαι, - αίνω `to be filled with π., to arouse π.' (hell.). 3. From present: πασχ-ητιάω `to feel an (unnatural) lust' (Luc., D. C.; Schwyzer 732) with - ητιασμός (Luc.). -- On the development of the meaning of παθεῖν a. cogn. s. H. Dörrie Leid und Erfahrung. Die Wort- u. Sinnverbindung.. im griech. Denken. Mainz 1956.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The zero grade in πάσχω (\< *πάθ-σκ-ω; El. πάσκω with restored σκ) and παθεῖν forms with the full grade in πείσομαι (\< *πένθ-σ-ομαι) and πένθος and the ο-form in πέ-πονθ-α an old ablautsystem; details on the phonetics and morphology in Schwyzer 337, 708, 747, 769 a. 781. -- Not certainly explained. Since Fick BB 8, 331 (further lit. in Bq and WP. 1, 513) usu. connected with Lith. kenčiù `suffer, endure' and OIr. cēss(a)im `id.'; the to be assumed basis *kʷenth-i̯ō resp. * kʷenth-tō or kʷenth-sō (Pok. 641), with πένθος for *τένθος after παθεῖν etc., is doubtful because of the th. Formally close, but semantically difficult is the connection with IE * bhendh- `bind' (s. πενθερός); after Pedersen REIE 1, 192 ff. and E. Leumann ZII 6, 10 suffering would have been interpreted as a (magical) binding; `suffer' from `being bound'. The intransitive (passive) meaning is not sufficiently argued. -- S. also πῆμα.Page in Frisk: 2,478-479Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάσχω
-
11 выгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выглаженный, βρ: -жен, -а, -о.1. εκλει-αίνω, ομαλύνω, ισιάζω.2. σιδερώνω (ύφασμα).1. εκλειαίνομαι, ομαλύνομαι.2. σιδερώνομαι. -
12 зарекомендовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -дованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. συνιστώ, συστήνω, -αίνω, παρουσιάζω• δίνω ενδείξεις. -
13 развить
разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил-ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит-а, -оρ.σ.μ.1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.
2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•развить голос καλλιεργώ τη φωνή•
развить память αναπτύσσω τη μνήμη•
развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.
3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•
развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•
развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.
4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι. -
14 углубить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•
углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.
2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.
1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.2. μτφ. οξύνομαι•кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.
3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•
углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).
-
15 утучнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утучнённый, βρ: -нён, -нена, -неюρ.σ.μ.1. παχύνω, -αίνω.2. λιπαίνω, φουσκίζω.λιπαίνομαι, φούσκίζομαι. -
16 шлифовать
-фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω•шлифовать дерево стеклянной шкурой λει,αίνω το ξύλο με γυαλόχαρτο.
2. τελειοποιώ εξιδανικεύω• δουλεύω, λαξεύω• χτενίζω•шлифовать свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου.
1. λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιδέχομαι λείανση.
См. также в других словарях:
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek
ισχναίνω — (ΑΜ ἰσχναίνω) κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω νεοελλ. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω αρχ. 1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω 2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω 3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω 4. παθ. ἰσχναίνομαι … Dictionary of Greek
κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… … Dictionary of Greek
μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
κατασταίνω — (Μ κατασταίνω) κάνω, κατεργάζομαι κάτι νεοελλ. 1. στήνω 2. αρραβωνιάζω 3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» τα παιδιά κατ ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek
πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… … Dictionary of Greek
παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… … Dictionary of Greek
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek
βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… … Dictionary of Greek