-
1 προσταττω
-
2 προστάττω
προσ|τάττω приставлять, отряжать начальником; распоряжаться -
3 προστάττω
(ταγ) приказываю -
4 προσεπιτασσω
атт. προσεπιτάττω1) сверх того поручать, предписывать(Isocr. - v. l. к προστάττω)
-
5 προστασσω
атт. προστάττω1) приставлять, ставить впереди или во главеπροσταχθεὴς πέμπταισι πύλαις Aesch. — назначенный защищать пятые ворота;
δορὸς ἐν χειμῶνι προστεταγμένος Soph. — поставленный во главе боевой бури, т.е. стоящий на боевом посту;Γύλιππον προστάξαι ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις Thuc. — назначить Гилиппа командующим сиракузскими войсками2) причислять, приписывать, относитьπρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. Her. — отнести (т.е. причислить) к (отдельным) народам (их) ближайших соседей;
στρατηγῷ (τινι) προστεταγμένοι Thuc. — подчиненные тому или иному военачальнику3) тж. med. предписывать, приказывать, поручать(τινί τι Her., Xen., Plat., Arst., реже τινὴ περί τινος Dem.; προσταχθὲν αὐτῷ ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος Lys.)
ὥσπερ προσετάχθησαν Thuc. — как им было приказано;τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον и τὸ προσταχθησόμενον Her., Xen., Soph. — приказ(ание), предписание, поручение;πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων Lys. — больше, чем предписывается государством;οἱ προστεταγμένοι κατὰ πύστιν Thuc. — получившие приказание о разведке;προστεταγμένοι καιροί NT. — установленные сроки
См. также в других словарях:
προστάττω — Α (αττ. τ.) βλ. προστάζω … Dictionary of Greek
προστάττω — προστάσσω , προσστάζω drop on aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προστάσσω place pres subj act 1st sg (attic) προστάσσω place pres ind act 1st sg (attic) προστάσσω place pres subj act 1st sg (attic) προστάσσω place pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՄԱՅԵՄ — (եցի.) NBH 2 0132 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c ն. κελεύω, προστάττω, συντάττω եւն. jubeo, mando, praecipio եւն. (լծ. պ. ֆէրմուտէն. յն. խրիմադի՛զօ.) Հրաման կամ պատուէր տալ. պատուիրել. տիրաբար առաջադրել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)