Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-τάσσω

См. также в других словарях:

  • προσταχή — ἡ, Α (σε επιγρ.) η προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ τάσσω, αντί τού τ. προσ ταγή με δάσυνση τού χαρακτήρα –γ από αναλογική επίδραση (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάχ θην, ενεργ. παρακμ. τέ ταχ α)] …   Dictionary of Greek

  • θεοπροστάκτως — (Μ) επίρρ. σύμφωνα με θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θεο πρόστακτος (< θεο* + προσ τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • προσυποτάσσω — Α επισυνάπτω κάτι ακόμη («προσυποτάξας καὶ τοῡ ὑπομνήματος ἀντίγραφον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτάσσω «τάσσω, επιτάσσω, επισυνάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • προσενέσταξα — πρός , ἐν , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόσ ἐνστάζω drop in aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»