-
1 προσεπιτασσω
атт. προσεπιτάττω1) сверх того поручать, предписывать(Isocr. - v. l. к προστάττω)
См. также в других словарях:
προσεντέλλομαι — Α παραγγέλλω, επιτάσσω επιπροσθέτως («ἅμα δὲ τούτοις προσενετείλατο τοῑς πρεσβευταῑς μὴ πρότερον ὡς αὑτὸν ἀπιέναι», Πόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»] … Dictionary of Greek
προσυποτάσσω — Α επισυνάπτω κάτι ακόμη («προσυποτάξας καὶ τοῡ ὑπομνήματος ἀντίγραφον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτάσσω «τάσσω, επιτάσσω, επισυνάπτω»] … Dictionary of Greek