-
1 πανδοκεία
παν-δοκεία, ἡ, das Gewerbe eines πανδόκος, Gastwirtschaft -
2 παν-δόκευσις
παν-δόκευσις, ἡ, = πανδοκεία, Plat. Legg. VIII, 842 d.
-
3 παν-δοκία
-
4 καπηλεία
καπηλεία, ἡ, Kleinhandel, Krämerei; neben ἐμπορία u. πανδοκεία Plat. Legg. XI, 918 d; Schenkwirthschaft, οἴνου τε μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν, ὃ δὴ καπηλείαν ἐπονομάζουσιν οἱ πλεῖστοι VIII, 849 d; als ἀνελεύϑερος bezeichnet XI, 919 e. Von geschmückten Frauen heißt es Poll. 5, 102 καπηλείαν ἀσκεῖν προςώπῳ. Vgl. καπηλεύω.
-
5 ναυ-κληρώσιμος
ναυ-κληρώσιμος, vermiethbar, besonders von dem Miethspächter, ναύκληρος, vermiethet, στέγαι, erkl. Hesych. πανδοκεῖα.
См. также в других словарях:
πανδοκεία — πανδοκείᾱ , πανδόκεια hostess fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδόκεια — hostess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκεία — ἡ, Α [πανδοκεύς] το έργο τού πανδοκέως, τού ξενοδόχου … Dictionary of Greek
πανδόκεια — και πανδόκια, ή, Α [πανδοκεύς] η ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου, η ξενοδόχος … Dictionary of Greek
πανδοκεῖα — πανδοκεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκείαν — πανδοκείᾱν , πανδοκεία trade of an innkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] … Dictionary of Greek
πανδόκευσις — ἡ, Α [πανδοκεύω] το έργο τού ξενοδόχου, η πανδοκεία* … Dictionary of Greek
πανδόκια — ή, Α βλ. πανδόκεια … Dictionary of Greek