-
1 παναγορία
παν-ᾱγορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγορία
-
2 πανάγορσις
A = παναγορία, ib.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγορσις
-
3 ἀγείρω
Grammatical information: v.Meaning: `gather' (Il.).Dialectal forms: Myc. akere? Myc. akora \/agorā\/, amakoto meno \/(h)amagortō mēnos\/ `in the month of the Assembly'? Taillardat REG 97 (1984) 365-373.Derivatives: ἀγορά q.v.; ἄγορος `gathering' E. Often ἀγυρ- (cf. Schwyzer 351): ἄγυρις `gathering, mass' (Il.) with πανήγυρις `all-gathering'; in Arkad. πανάγορσις, παναγορία. - ἀγύρτης, ἀγυρτήρ `beggar' - ἀγυρμός and ἄγυρμα. - ἄγαρ- in ἄγαρρις `meeting' (IG 14, 759, 12; Naples). Also ἄγορρις ἀγορά, ἄθροισις H. which may be Aeolic, Chantr. Form. 280.Etymology: No direct cognates, but the reconstruction * h₂ger- is unproblematic. On γέργερα πολλά H., τὰ γάργαρα `heaps, lots' s. s.vv. ἠγερέθονται, - το, has a present-suffix - θ-; cf. Schwyzer 703 A. 1; ἠγερέθονται (Γ 231) and ἠγερέθεσθαι (Κ 127, Aristarch) have long vowel from frequent ἠγερέθοντο. - On forms with ἀγρε- see DELG.Page in Frisk: 1,8-9Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγείρω
См. также в других словарях:
παναγορία — παναγορία, ἡ (Α) πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ τού ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού r ως ορ στην αιολική αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορρις ἀγορά, + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πανάγορσις — πανάγορσις, ἡ (Α) (αρκαδ. λ.) πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ τού ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα σις] … Dictionary of Greek