Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμηγερής

См. также в других словарях:

  • ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… …   Dictionary of Greek

  • ὁμηγερεῖς — ὁμηγερής assembled masc/fem acc pl ὁμηγερής assembled masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέας — ὁμηγερής assembled masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέες — ὁμηγερής assembled masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέεσσι — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέεσσιν — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέος — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»