-
1 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
2 μεταβολή
μεταβολή ηпреосуществление Святых Даров, см. μετουσίωσηЭтим.< дргр. μεταβάλλω «превращаться, изменяться» -
3 μεταβολή
η1) изменение, перемена;μεταβολή του καιρού — перемена погоды;
2) превращение, переход (в другое состояние);μεταβολή υγρού εις αέριον — превращение жидкости в газ;
μεταβολή της φοράς (ηλεκτρικού ρεύματος) — коммутация (эл.);
3) воен. спорт, поворот;μεταβολή! кругом!;
4) биол изменчивость (путём скачка) -
4 μεταβολή
ἡ μεταβολή перемена, изменение (ср. ἡ ἀλλοίωσις) -
5 μεταβολή
перемена, превратность -
6 μεταβολή
[мэтаволи] ουσ θ перемена, изменение. -
7 αγχιστροφος
2круто поворачивающий, крутой, внезапный(μεταβολή Thuc.)
ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. — внезапно менять свои решения -
8 αντιμεταβολη
-
9 ευθυνσις
-
10 κατωθεν
adv.1) снизу(ἐλθεῖν Aesch.; ἐπανιέναι Plat.)
ἐκ τῆς γῆς κ. Plat. — из недр земли2) (там) внизуοἱ κ. θεοί Soph. — боги подземного царства;
ἄνωθεν ἢ κ. ; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. — наверху или внизу? я не вижу;τὰ κ. Dem. — основание, фундамент3) вниз(ἥ κ. μεταβολή Arst.)
4) (по)ниже(ὀλίγον κ. τινος Arst.)
5) после, потом, позднееοἱ εἰς τὸ κ. ἔκγονοι Plat. — родившиеся позднее, потомки;
ὅ κ. νόμος Dem. — последующий, т.е. более поздний закон -
11 μετακοσμησις
- εως ἥ переустройство, перестройка, преобразование(μ. καὴ μεταβολή Plat., Plut.)
-
12 περιπετεια
ἥ1) неожиданное событие, внезапная перемена(ἀνέλπιστος π. Plut.)
2) ( в драме) перипетия, поворот (действия)ἔστι δὲ π. ἥ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή Arst. — перипетия есть поворот событий в противоположную сторону
-
13 ταχυς
- εῖα -ύ (compar. ταχύτερος, чаще θάσσων - атт. θάττων, поздн. тж. ταχίων; superl. τάχιστος - редко ταχύτατος)1) быстрый, скорый, проворный(ἔλαφος Hom.; βαδιστής Eur.; νῆες Her.)
τ. πόδας Hom. — быстроногий;2) внезапный, мгновенный(Ἅιδης Eur.; μεταβολή Plat.)
3) минутный, мимолетный(ἐπαυρέσεις Thuc.; ἐλπίδες Pind.)
4) короткий, недолгий(ὁδός Arph.)
ταχεῖ ξὺν χρόνῳ Soph. — в короткое время - см. тж. ταχύ -
14 απότομος
η, ο [ος, ον ]1) крутой, обрывистый;απότομη ακτή — обрывистый берег;
2) резкий; внезапный;απότομες κινήσεις — резкие движения;
απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;
απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;
3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;απότομος άνθρωπος — грубый человек
-
15 ισόχωρος
ος, ον физ., хим. изохорический;ισόχωρος μεταβολή — изохорический процесс
-
16 μετάβαση
[-ις (-εως)] η1) отправление; отъезд; уход; 2) см. μεταβολή 2; 3) перен. переход (к другой теме и т. п.) -
17 μετουσίωση
μετουσίωση ηпресуществление – термин, которым в учении Православной Церкви с 15 в., Католической – с 11 в. определяется способ пребывания Тела и Крови Иисуса Христа в таинстве Евхаристии. Православное богословие видит в пресуществлении чудо всемогущества Божия, подобное сотворению Богом мира из ничего или претворению воды в вино, см. μεταβολήЭтим.< μετα-(приставка со значением «изменение, перемена» + ουσία «изменение сущности»)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μετουσίωση
См. также в других словарях:
μεταβολή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
μεταβολή — η 1. το να γίνεται κάτι διαφορετικό, μετατροπή, αλλαγή κατάστασης: Η μεταβολή της θερμοκρασίας. 2. (γυμν.), κίνηση με την οποία αλλάζει κανείς μέτωπο με στροφή γύρω από τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβολῇ — μεταβολῆι , μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολῆ — μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc/acc dual μεταβολεύς one who exchanges masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβολή πάντων γλυκύ. — См. Свой хлеб приедчив … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αντιστρεπτή μεταβολή — Διαδικασία μετάβασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος από μία κατάσταση σε μία άλλη, έτσι ώστε να μπορεί να επακολουθήσει δεύτερη διαδικασία που αποκαθιστά το σύστημα και το περιβάλλον στις καταστάσεις που βρίσκονταν πριν γίνει η πρώτη διαδικασία.… … Dictionary of Greek
αδιαβατική μεταβολή — Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek