Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ισόχωρος

См. также в других словарях:

  • ισόχωρος — η, ο 1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον 2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια τής οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύ χωρος, στενό… …   Dictionary of Greek

  • ισόχωρος — η, ο ίσος κατά το χώρο: «Ισόχωρη μεταβολή» (μεταβολή της πίεσης ενός αερίου χωρίς αλλαγή του όγκου του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»