-
1 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
2 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
3 изменение
изменение с η αλλαγή, η μεταβολή η τροποποίηση (поправка)* * *сη αλλαγή, η μεταβολή; η τροποποίηση ( поправка) -
4 перемена
перемена ж 1) η αλλαγή· η μεταβολή, η μετατροπή (изменение)' \перемена обстановки η αλλαγή κατάστασης 2) (в школе ) το διάλειμμα* * *ж1) η αλλαγή; η μεταβολή, η μετατροπή ( изменение)переме́на обстано́вки — η αλλαγή κατάστασης
2) ( в школе) το διάλειμμα -
5 перемена
переменаж1. ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή:\перемена обстановки ἡ ἀλλαγή τής κατάστασης· \перемена погоды ἡ μεταβολή τοῦ καιρού·2. (комплект белья, платья) ἡ ἀλλαξιά·3. школ. τό διάλειμμα -
6 кругом
επίρ.1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•
кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•
я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•
кругом обманут όλοι με απατούν.
3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.εκφρ.-! – μεταβολή! (παράγγελμα)•повернуться кругом – κάνω μεταβολή•налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα). -
7 вариация
1. астр. η απόκλισ/ηсолнечносуточные - и οι ηλιακές ημερήσιες αποκλίσεις/μεταβολές2. мат. η μεταβολή διάταξης 3. (видоизменение) η παραλλαγή 4. муз. η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариация
-
8 варьирование
η μεταβολήη διακύμανση-ть ποικίλλω, κάνω παραλλαγέςπαραλλάζω, μεταβάλλω-ться μεταβάλλομαι, κυμαίνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > варьирование
-
9 видоизменение
1. (действие) η τροποποίησηη μεταβολήη μετατροπήη αλλαγή2. (разновидность чего-л.) η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменение
-
10 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
11 конверсия
эк. η μετατροπή, η μεταβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конверсия
-
12 контейнеризация
η μεταβολή της μεταφοράς μόνο με εμπορευματοκιβώτια/κο-ντέινερ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнеризация
-
13 обращение
1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή 2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορίαпускать в - что-л. βάζω κάτι σε -3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή(просьба речь) η έκκληση, η επίκληση4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение
-
14 отклонение
1. (стрелки прибора, лучей) η απόκλιση 2. (величины) η απόκλιση/μεταβολή (μιας τιμής) 3. (мор., нвг.) η παρέκκλιση, η παρεκτροπή, η απόκλιση 4. (отказ) η απόρριψη, η άρνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклонение
-
15 переброс
1. (из одного состояния в другое) η μεταβολή κατάστασης 2. (о триггерах) η αναστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переброс
-
16 перемена
1. (замена, смена одного другим, изменение) η μεταβολή, η μετατροπή, η αλλαγή 2. (перерыв между уроками) το διάλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемена
-
17 переход
1. (действие) η μετάβαση, η μεταβολή 2. (часть плавания) о διάπλους 3. (переходная часть электрического соединителя) о (ηλεκτρικός) σύνδεσμος προσαρμογής 4. (расстояние, которое можно пройти без остановки за какой-л. определенный срок) η απόσταση μεταξύ δύο στάσεων 5. (место, приспособленное или пригодное для перехода, переправы) η διάβαση, το πέρασμα 6. (коридор, соединяющий одно здание с другим) το πέρασμα, ο διάδρομος, η ένωση (που ενώνει δυο κτήρια μεταξύ τους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переход
-
18 превращение
η μετατροπή, η τροποποίηση, η αλλαγή, η μεταβολή, η μεταμόρφωση, ο μετασχηματισμός- в жидкое состояние η ρευστοποίηση, η υγροποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращение
-
19 смена
1. (замена) η αντικατάσταση - рельсов - της σιδηροτροχιάς 2. (периодическая замена) η αλλαγή 3. (на заводе, фабрике и т.п.) η βάρδιαвы-дачная горн. - συλλογής και μεταφοράς (του ορυκτού)добычная горн. - της εξόρυξης/παραγωγήςподготовительная горн. - της συντήρη-σης/προετοιμασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смена
-
20 видоизменение
видоизменениес1. (действие) ἡ τροποποίηση, ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή·2. (разновидность) ἡ παραλλαγή.
См. также в других словарях:
μεταβολή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
μεταβολή — η 1. το να γίνεται κάτι διαφορετικό, μετατροπή, αλλαγή κατάστασης: Η μεταβολή της θερμοκρασίας. 2. (γυμν.), κίνηση με την οποία αλλάζει κανείς μέτωπο με στροφή γύρω από τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβολῇ — μεταβολῆι , μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολῆ — μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc/acc dual μεταβολεύς one who exchanges masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβολή πάντων γλυκύ. — См. Свой хлеб приедчив … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αντιστρεπτή μεταβολή — Διαδικασία μετάβασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος από μία κατάσταση σε μία άλλη, έτσι ώστε να μπορεί να επακολουθήσει δεύτερη διαδικασία που αποκαθιστά το σύστημα και το περιβάλλον στις καταστάσεις που βρίσκονταν πριν γίνει η πρώτη διαδικασία.… … Dictionary of Greek
αδιαβατική μεταβολή — Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek