-
1 ανελπιστος
21) неожиданный, нечаянный, непредвиденный(φυγή Aesch.; θαῦμα Soph.; τύχη Eur.; εὐτυχία Plut.)
2) потерявший надежду, не надеющийся, отчаявшийся(βίοτος Soph.; ἀ. τινος Xen. и ἔς τινα Thuc.)
ἀνέλπιστοι ἦσαν σωθήσεσθαι Thuc. — у них не было надежды спастись3) безнадежный, невероятный(σωτηρία Dem., Plut.)
-
2 ανέλπιστος
η, ο [ος, ον ]1) см. ανέλπιδος 3; 2) внезапный, непредвиденный -
3 ανέλπιστος
[анэлпистос] επ нежданный, неожиданный. -
4 περιπετεια
ἥ1) неожиданное событие, внезапная перемена(ἀνέλπιστος π. Plut.)
2) ( в драме) перипетия, поворот (действия)ἔστι δὲ π. ἥ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή Arst. — перипетия есть поворот событий в противоположную сторону
-
5 ανόλπιστος
η, ο см. ανέλπιστος
См. также в других словарях:
ἀνέλπιστος — unhoped for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέλπιστος — η, ο (AM ἀνέλπιστος, ον) μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός 3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον το να μην ελπίζεις… … Dictionary of Greek
ανέλπιστος — η, ο επίρρ. α απροσδόκητος: Η έκβαση αυτή των πραγμάτων ήταν για μένα ανέλπιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνελπιστότερον — ἀνέλπιστος unhoped for adverbial comp ἀνέλπιστος unhoped for masc acc comp sg ἀνέλπιστος unhoped for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπίστως — ἀνέλπιστος unhoped for adverbial ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλπιστον — ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem acc sg ἀνέλπιστος unhoped for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπιστότερα — ἀνέλπιστος unhoped for neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπίστοις — ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπίστοισι — ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπίστου — ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελπίστους — ἀνέλπιστος unhoped for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)