-
1 διαδρομή
-
2 διαδρομῇ
-
3 διαδρομη
ἥ тж. pl.1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха(ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
2) распространение3) движение, течение(διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
4) свободный проход, дорожка(ἱκανέ δ. τινι Xen.)
5) бассейнδιαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки
-
4 διαδρομή
διαδρομήrunning to and fro through: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 διαδρομή
-
6 διαδρομή
[ диадроми] ουσ. Θ. расстояние, протяжение пути,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαδρομή
-
7 διαδρομή
[ диадроми] ουσ θ расстояние, протяжение пути. -
8 διαδρομή
el recorregut -
9 διαδρομή
A running to and fro through a city, A.Th. 351 (pl.), cf. Hp.Epid.7.122, Plb.15.30.2;αἱ δ. τῶν ἀστέρων
shooting,Arist.
Mete. 341a33, al.; διαδρομὰς ὀξείας ἔχειν spread rapidly, of disease, Plu.2.825d.3 race (perh. team-race) or parade, OGI 339.36 ([place name] Sestos), 764.24 (Pergam.), SIG694.56 (Elaea, ii B. C.).4 a cavalry manoeuvre, Anon. ap. Suid.5 Medic.,5 Medic., δ. πνευμάτων, = βορβορυγμός, Dsc.5.45; sensation, δ. νυγματώδης, φρικώδης, Sor.2.17, Philum.Ven.17.1.6 course,ἡμέρα δωδεκάωρος δ. Secund. Sent.4
.II place for running through, passage, X.Cyn.10.8; of fish-ponds,δ. ἰχθυοτρόφοι Plu.Luc.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδρομή
-
10 διαδρομή
δια-δρομή, ἡ, (1) das Hin- u. Herlaufen; διαδρομὴν ἔχειν, von einer Krankheit: sich verbreiten. (2) die Stelle, wo man durchlaufen kann, Durchgang; Wassergraben -
11 διαδρομή
güzerğah, uzaklık -
12 διαδρομή
trajet -
13 διαδρομή
1) droga (f) rzecz.2) marszruta (f) rzecz.3) szlak (m) rzecz.4) trasa (f) rzecz. -
14 διαδρομή
cesta -
15 διαδρομή
1) path2) routeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαδρομή
-
16 güzerğah
διαδρομή -
17 διαδρομαί
διαδρομήrunning to and fro through: fem nom /voc pl -
18 διαδρομήν
διαδρομήrunning to and fro through: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 проезд
-
20 рейс
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek