-
61 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι. -
62 курсировать
курсироватьнесов κυκλοφορώ, κάνω διαδρομή, ἐκτελώ δρομολόγιο. -
63 маршрут
маршрутм τό δρομολόγιο[ν], ἡ διαδρομή, ἡ πορεία. -
64 перегон
перегонм1. (скота) ἡ μετακίνηση κοπαδιού·2. (расстояние между станциями) ἡ διαδρομή, ὁ δρόμος. -
65 пробег
пробегм спорт. ὁ δρόμος, τό τρέξι-μο[ν], ἡ κούρσα, ἡ διαδρομή:автомобильный \пробег αὐτοκινητοδρομία -
66 пролет
пролетм1. (лестницы) τό μεσόσκα-λο[ν]·2. (моста) τό τόξο[ν], ἡ καμάρα·3. ἀρχ., стр. τό ἄνοιγμα τοίχου·4. ж.-д. (перегон) ἡ διαδρομή. -
67 διαδρομάν
-
68 διαδρομᾶν
-
69 διαδρομής
-
70 διαδρομῆς
-
71 διαδρομαίς
-
72 διαδρομαῖς
-
73 διαδρομών
-
74 διαδρομῶν
-
75 διαδρομάς
διαδρομά̱ς, διαδρομήrunning to and fro through: fem acc pl -
76 breadth
[bredƟ]1) (width; size from side to side: the breadth of a table.) πλάτος2) (scope or extent: breadth of outlook.) εύρος3) (a distance equal to the width (of a swimming-pool etc).) διαδρομή -
77 journey
-
78 road
[rəud]1) (a strip of ground usually with a hard level surface for people, vehicles etc to travel on: This road takes you past the school; ( also adjective) road safety.) δρόμος2) ((often abbreviated to Rd when written) used in the names of roads or streets: His address is 24 School Road.) οδός3) (a route; the correct road(s) to follow in order to arrive somewhere: We'd better look at the map because I'm not sure of the road.) διαδρομή4) (a way that leads to something: the road to peace; He's on the road to ruin.) δρόμος•- road map
- roadside
- roadway
- roadworks
- roadworthy
- roadworthiness
- by road -
79 round trip
1) ((American) a journey to a place and back again (round-trip ticket a ticket for such a journey).) ταξίδι με επιστροφή2) (a trip to several places and back, taking a circular route.) κυκλική διαδρομή, γύρα -
80 route
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek