-
81 tack
[tæk] 1. noun1) (a short nail with a broad flat head: a carpet-tack.) πινέζα, (πλατυκέφαλο) καρφάκι2) (in sewing, a large, temporary stitch used to hold material together while it is being sewn together properly.) τρύπωμα3) (in sailing, a movement diagonally against the wind: We sailed on an easterly tack.) διαδρομή διαγώνια στον άνεμο, τάκος4) (a direction or course: After they moved, their lives took a different tack.) δρόμος, κατεύθυνση2. verb1) ((with down, on etc) to fasten (with tacks): I tacked the carpet down; She tacked the material together.) στερεώνω με πινέζες: τρυπώνω, προχειροράβω2) ((of sailing-boats) to move diagonally (backwards and forwards) against the wind: The boat tacked into harbour.) διαδρομώ -
82 езда
[ιεζντά] ουσ. θ. διαδρομή -
83 курсировать
[κουρσίραβατ'] ρ. κάνω διαδρομή -
84 проезд
[πραιέστ] ουσ. α διαδρομή, διάβαση -
85 рейс
[ριέϊς] ουσ. α διαδρομή -
86 route sampling
French\ \ méthode des itinéraires; échantillonnage le long d'un itinéraireGerman\ \ Stichprobenentnahme vom Weg aus; WegstichprobenverfahrenDutch\ \ route-steekproeftrekkingItalian\ \ campionamento per stradeSpanish\ \ muestreo sobre el camino; muestreo en itinerarioCatalan\ \ mostreig itinerant, mostreig per rutesPortuguese\ \ amostragem por itinerário; amostragem por caminhoRomanian\ \ -Danish\ \ udvælgelse langs vejNorwegian\ \ utvelging langs veiSwedish\ \ rutt-samplingGreek\ \ δειγματοληψία διαδρομήFinnish\ \ reittiotantaHungarian\ \ útvonal mintavételTurkish\ \ yol örneklemesiEstonian\ \ teekonnavalikLithuanian\ \ kelio atrankaSlovenian\ \ -Polish\ \ losowanie marszrutoweRussian\ \ отбор по маршрутуUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ leiðin sýnatökuEuskara\ \ -Farsi\ \ nemoonegiriye kh ttiPersian-Farsi\ \ نمونهگيري مسيريArabic\ \ معاينة بطول الطريقAfrikaans\ \ roetesteekproefnemingChinese\ \ 路 线 抽 样Korean\ \ 도로표집 -
87 езда
[ιεζντά] ουσ θ διαδρομή -
88 курсировать
[κουρσίραβατ'] ρ κάνω διαδρομή -
89 проезд
[πραιέστ] ουσ α διαδρομή, διάβαση -
90 рейс
[ριέϊς] ουσ α διαδρομή -
91 ездка
-и, γεν. πλθ. -док, δοτ. -дкэм θ. διαδρομή, μεταφορά•привезти дрова в две -и μεταφέρω καυσόξυλα σε δυο διαδρομές.
-
92 маршрут
-а α.δρομολόγιο• διαδρομή• πορεία. -
93 обкаточный
επ.δοκιμαστικός•обкаточный пробег автобуса δοκιμαστική διαδρομή λεωφορείου.
-
94 перегон
-а α.1. οδήγηση, μετακίνηση•овец на летние пастбища μετακίνηση των προβάτων σε θερινά βοσκοτόπια.
2. η ενδιάμεση απόσταση μεταξύ δυό οδικών στάσεων ή σταθμών διαδρομή μεταξύ δυο στάσεων.3. προσπέρασμα (οχημάτων κτ.τ.). -
95 пробег
-а α.1. τρέξιμο πέρασμα• διάβαση. || διαδρομή, διάνυση. || διάδοση.2. (αθλτ.) δρόμος, τρέξιμο•конный пробег ιπποδρομία•
автомобильный пробег αυτοκινητοδρομία•
лыжный пробег πα-γοδρομια (με σκι).
-
96 проложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.
2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.
3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.
εκφρ.проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου. -
97 проскачка
-и θ.διαδρομή με καλπασμό• ο καλπασμός. -
98 рейс
-
99 упряжка
-и θ.1. (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο.2. ζευγμένα ζώα.3. παλ. διαδρομή από σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(διαλκ.) μια οργωσιά (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(απλ..) βάρδια.4. βλ. упряжь (1 σημ.).εκφρ.быть в -е – είμαι κατάλληλος για ζέψιμο•годиться в -е – κάνω για ζέψιμο. -
100 διάδρομος
διάδρομ-ος, ον,A running through or about, wandering, ; λέχος δ. stray, lawless love, E.El. 1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba. 592 (lyr.).II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή 11, Luc. Hipp.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδρομος
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek