-
1 γνώριμα
γνώριμοςwell-known: neut nom /voc /acc plγνώριμοςwell-known: neut nom /voc /acc pl -
2 γνωρίμας
γνωρίμᾱς, γνώριμοςwell-known: fem acc plγνωρίμᾱς, γνώριμοςwell-known: fem gen sg (doric aeolic) -
3 γνώριμ'
γνώριμα, γνώριμοςwell-known: neut nom /voc /acc plγνώριμα, γνώριμοςwell-known: neut nom /voc /acc plγνώριμε, γνώριμοςwell-known: masc voc sgγνώριμε, γνώριμοςwell-known: masc /fem voc sgγνώριμαι, γνώριμοςwell-known: fem nom /voc pl -
4 γνώριμος
A well-known,γνώριμα λέγεις Pl.R. 558c
;φίλα τε καὶ συνήθη καὶ γ. Id.Lg. 798e
;λόγος γ. τινι D.3.23
; ὀνόματα γ. familiar, Arist.Po. 1451b20, Top. 149a18 ([comp] Sup.); opp. ἄγνωστον, ibid.; γ. ἡμῖν, opp. ἁπλῶς, Id.EN 1095b3: more freq. in [comp] Comp. -ώτερον, ἁπλῶς, opp. γ. ἡμῖν, Id.AP0.72a3, al.;- ώτερα τεκμήρια Iamb.Myst.5.13
.2 of persons,γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι X.Cyr.5.5.28
.3 Subst., acquaintance,ἑταῖρος ἢ καὶ γ. ἄλλος Od.16.9
; less than φίλος, D.18.284;τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς γ. Pl.R. 343e
, cf. X.Mem.2.3.1, D.21.73, etc.II notable, distinguished, οἱ γνώριμοι the notables or wealthy class, X.HG2.2.6; opp. δῆμος, Arist.Pol. 1291b18, Plu. Nic.2, etc.: [comp] Sup.οἱ ἐν ταῖς πόλεσι -ώτατοι D.19.259
; less freq. of things, remarkable, Luc.Herm.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνώριμος
-
5 δισσός
A twofold, double, Hdt.2.44, 7.70, Pl.Tht. 198d, etc. Adv. διττῶς, opp. ἁπλῶς, doubly, in two ways, δ. [ γνώριμα] Arist.EN 1095b2; δ. λέγεσθαι ib. 1096b13, al.II pl., two, Pi.N.1.44, Hdt.5.40,52, A.Pr. 957, S.Aj.57, etc.: with a dual,δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iamb.Comm.Math. 25
.III metaph., divided, disagreeing in mind, λήμασι δισσούς ( λήμασιν ἴσους Dind.) A.Ag. 122 (lyr.). -
6 προσήγορος
A addressing, accosting, αἱ π. δρύες the speaking oaks, A.Pr. 832; τί δῆτ' ἐμοὶ.. προσήγορον ἔτ' ἔστ' ἀκούειν; what word addressing me, i.e. addressed to me..? S.OT 1338 (lyr.);π. φάτιν ὤρεξε Moschio
Trag.9.8: c. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, addressing her, S.Ant. 1185: in late Prose, conversing, γνώριμοί τε καὶ π. Iamb.VP33.237.2 generally, conversable, mutually agreeable,φίλοι τι καὶ π. ἀλλήλοις Pl.Tht. 146a
; θεοῖς π. Max.Tyr.11.8; γενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα π. his chief friend, D.H. 1.70; συμπόσιον μηκέτι π. ἑαυτῷ, i.e. too large for general conversation, Plu.2.678d; γνώριμα καὶ π. familiar, of ideas, Id.Cic.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήγορος
См. также в других словарях:
γνώριμα — γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρίμας — γνωρίμᾱς , γνώριμος well known fem acc pl γνωρίμᾱς , γνώριμος well known fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώριμ' — γνώριμα , γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμα , γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμε , γνώριμος well known masc voc sg γνώριμε , γνώριμος well known masc/fem voc sg γνώριμαι , γνώριμος well known fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικειότητα — η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος] ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις νεοελλ. γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση αρχ. 1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ… … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek
ԾԱՆՕԹՈՅՔ — ( ) NBH 1 1010 Chronological Sequence: Early classical ա. γνώριμα nta. Ծանուցեալք. յայտնիք. Ծանօթաւորք. ... *Մերոցս (լաւութեանց՝) յոգւոցն արժան է ծանօթոյս լինել. Ոսկ. մ. ՟Ա. 4 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνώριμος — η, ο ο γνωστός, ο οικείος: Μου είναι γνώριμα αυτά τα μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)