Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γνώριμα

См. также в других словарях:

  • γνώριμα — γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίμας — γνωρίμᾱς , γνώριμος well known fem acc pl γνωρίμᾱς , γνώριμος well known fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώριμ' — γνώριμα , γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμα , γνώριμος well known neut nom/voc/acc pl γνώριμε , γνώριμος well known masc voc sg γνώριμε , γνώριμος well known masc/fem voc sg γνώριμαι , γνώριμος well known fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειότητα — η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος] ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις νεοελλ. γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση αρχ. 1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… …   Dictionary of Greek

  • ԾԱՆՕԹՈՅՔ — ( ) NBH 1 1010 Chronological Sequence: Early classical ա. γνώριμα nta. Ծանուցեալք. յայտնիք. Ծանօթաւորք. ... *Մերոցս (լաւութեանց՝) յոգւոցն արժան է ծանօթոյս լինել. Ոսկ. մ. ՟Ա. 4 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώριμος — η, ο ο γνωστός, ο οικείος: Μου είναι γνώριμα αυτά τα μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»