Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναχωρώ

  • 1 αναχωρώ

    ἀναχωρέω
    go back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀναχωρέω
    go back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
    ἀναχωρέω
    go back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀναχωρέω
    go back: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > αναχωρώ

  • 2 ἀναχωρῶ

    ἀναχωρέω
    go back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀναχωρέω
    go back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
    ἀναχωρέω
    go back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀναχωρέω
    go back: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἀναχωρῶ

  • 3 αναχωρώ

    αναχωρώ ρ. αμετβ.
    отбывать, уезжать, уходить (от мира)
    Этим.
    дргр. Первоначальное значение «удаляться»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναχωρώ

  • 4 αναχωρώ

    (ε) αμετ.
    1) отправляться; отбывать; уезжать; уходить? 2) исходить из чего-л.;

    αναχωρων από της αρχής — исходя из принципа

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναχωρώ

  • 5 αναχωρώ

    ablegen [Schiff]

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > αναχωρώ

  • 6 αναχωρώ

    [анахоро] ρ выезжать, удаляться.

    Эллино-русский словарь > αναχωρώ

  • 7 εις

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, движения, направления) в, на; αναχωρώ εις Άγγλίαν я уезжаю в Англию; θα μεταβώ εις την πόλιν я поеду в город; ανεχώρησαν είς το μέτωπον они ушли на фронт; ανέβα εις την σκεπήν поднимись на крышу; 2) (при обознач, места) в, на; μένω είς την οδόν Πούσκιν я живу на улице Пушкина; εις την πόλιν μας в нашем городе; 3) (при обознач, расстояния) до; απ' Αθηνών εις Φάληρον от Афин до Фалерона; από την μίαν.δχθην εις την άλλην от одного берега до другого; 4) (при обознач, времени) в; εις τα 1973 в 1973 году; είς τάς δέκα Ιουλίου десятого июля; εις τάς εξ το πρωΐ в шесть часов утро; εις στιγμήν ακατάλληλον в неподходящий момент; 5) (при обознач, сферы проявления чего-л.) в; είμαι πρώτος (τελευταίος) εις τα μαθήματα быть первым (последним) в учении; διακρίνομαι εις όλα во всём выделяться; επιδέξιος εις τα όπλα ловкий в обращении с оружием; 6) (при обознач, стоимости) за; εις το τάλληρον δύο две штуки за 5 драхм; 7) (при обознач, способа оплаты): επληρώθη εις χρήμα (είς είδος) оплачено деньгами (натурой); 8) (при обознач, деления на части) в, на; διαιρώ εις πέντε μέρη делить на пять частей; δρόμα εις πράξεις τρείς драма в трёх действиях; διαιρώ εις μικρός ομάδας делить на маленькие группы; 9) (при обознач, объединения, слияния) в; συγχωνεύω τα δύο κεφάλαια τού βιβλίου εις ένα объединять 2 главы книги в одну; 10) (при обознач, глубины строя) по; εις ένα, εις δύο по одному, по два (в ряд); 11) (при обращении) к, в; απευθύνομαι εις τον υπουργόν (είς το υπουργείον) обращаться к министру (в министерство); ο Δήμαρχος ανήγγειλεν εις τούς κατοίκους мэр'объявил жителям; 12) (при обознач, цели): δαπανώ εις ενδύματα расходовать на одежду; αναχωρώ εις επισκέψεις отправляться с визитами; ετοιμοι εις μάχην готовы к бою; 13) (при обознач, изменения, превращения, перевода): ο βασιλεύς μετεμφιέσθη εις χωρικόν король переоделся крестьянином; από φίλος μετετράπη εις εχθρόν из друга превратился во врага; μεταφράζω από την γαλλικήν εις την ελληνικήν переводить с французского на греческий; 14) (при приказе, команде): εις τα όπλα! в ружьё!; εις παράταξιν! стройся!; εις τάς θέσεις σας! по местам!; εις έπαρσιν σημαίας! флаг поднять!; 15) (при выражении пожелания): εις (την) υγείαν σας! за ваше здоровье!; 16) (в клятвах): σάς ορκίζομαι εις την τιμήν μου клянусь честью; II με γεν. (при обознач, лица, с которым имеют дело): δουλεύω εις τού πεθερού μου работаю у своего тестя; § εις την εντέλειαν в совершенстве; εις μάτην напрасно, попусту, тщетно; εις όγδοον ин-октаво (о формате книги и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εις

  • 8 άνα-

    приставка, означающая:
    1) вверх: αναβαίνω, αναγράφω; 2) назад: αναχωρώ; 3) снова; часто: αναβιώνω; αναρρίπτω; 4) усиление понятия, заключённого в глаголе: αναβοώ, ανασκάπτω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άνα-

  • 9 αποχωρώ

    (ε) αμετ.
    1) отходить, отступать (о войсках и т. п.); 2) выходить (из состава участников); переставать участвовать, сотрудничать; 3) см. αναχωρώ; 4) уходить (со службы), увольняться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποχωρώ

  • 10 διά

    προθ. I με γεν.
    1) (при обознач, пространства) по; через;

    διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;

    διά θαλάσσης — по морю;

    παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;

    διά της θύρας — через дверь;

    διά του δάσους — через лес;

    2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;

    διά του ατμόπλοίου — пароходом;

    διά της ράβδου — палкой;

    διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;

    στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;
    τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):

    διά παντός — навсегда;

    διά βίου — пожизненно;

    § δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;

    διά μακρών — многословно, пространно;

    διά μιάς — сразу, немедленно;

    διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;

    τον έχω διά βίου — он мне осточертел;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, причины):

    ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;

    κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;

    τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;

    2) (при обознач, цели, назначения):
    υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;

    διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;

    4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;

    ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;

    αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;

    5) (при обознач, срока, времени):

    η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;

    μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;

    διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;

    7) (при мольбе, заклинании):
    δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;

    § διά τί; — почему?, зачем?;

    διά τοδτο — поэтому;

    όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;

    δέκα διά δυό — десять, делённое на два

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διά

  • 11 ἕρμα

    A prop, support: in pl., of the props used to keep ships upright when hauled ashore,

    νῆα..ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il.1.486

    , cf. 2.154: metaph., of men, ἕ. πόληος prop or stay of the city, 16.549, Od.23.121, Epigr.Gr. 452.11 ([place name] Syria); τοῦτο..οἷον ἕ. πόλεως κείσθω as a foundation for the city, Pl.Lg. 737b;

    ὥσπερ ἕ. τῆς πολιτείας βέβαιον Plu.2.814c

    ;

    ἕ. ἐχέγγυον [ἑταιρίας] D.C.Fr.40.15

    ;

    ὥσπερ ἕρματος ἀεὶ δεόμενοι τῆς τροφῆς Gal.19.208

    .
    2 sunken rock, reef, Alc.Supp.26.6, Hdt.7.183, Th. 7.25, E.Hel. 854;

    ἄσημα ἕ. Anacr.38

    ;

    ἄφαντον ἕ. A.Ag. 1007

    (lyr.), cf.Eu. 564 (lyr.);

    ἕ. ὕφαλα D.H.1.52

    ; ἕ. γῆς ἁπαλόν a soft bank of mud, App.BC5.101.
    3 cairn, barrow,

    πρὸς ἕρμα τυμβόχωστον..τάφου S.Ant. 848

    (lyr., nisi leg. ἕργμα); Ἑρμᾶν ἀφετήριον ἕρμα starting-post, AP9.319 (Philox.); ἕρματα τῶν θεμελίων ruins of the foundations, D.S.5.70.
    4 that which keeps a ship steady, ballast, Plu.2.782b; of stones with which cranes and bees were supposed to steady themselves in their flight, Arist.HA 597b1, 626b25;

    μετὰ τῶν γεράνων ἀναχωρῶ πάλιν, ἀνθ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας Ar.Av. 1429

    : metaph.,

    τῆς ψυχῆς ἐχούσης ἕ. Chrysipp.Stoic.2.299

    ;

    τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕ. Socr.

    ap. Stob.3.3.61;

    οἷον ἕ. τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν θεμένη Plu.Lyc.5

    ;

    οὔτε τι ἕ. ἐν τῇ ψυχῇ ἔχει D.C.46.3

    ; also λαβοῦσα ἕ. Δῖον having conceived by Zeus, A.Supp. 580 (lyr.); so perh. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων freight of dark pains, Il.4.117 (athetized by Aristarch.).
    II ( εἴρω A) in pl.,

    ἕρματα

    ear-rings,

    14.182

    , Od.18.297; band, noose, Ael. NA17.35; a serpent's coils, ib.37.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕρμα

См. также в других словарях:

  • αναχωρώ — αναχωρώ, αναχώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — ησα 1. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο, φεύγω: Πότε αναχωρείς για την πατρίδα; 2. ξεκινώ, αφορμώμαι από κάποιο δοσμένο: Αναχωρεί από την αρχή ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αιτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναχωρῶ — ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίτη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το γοτθ. (af) leipan «αναχωρώ», το αρχ. άνω γερμ. lidan «αναχωρώ», τα αρχ. νορβηγικά leiδa «οδηγώ, ενταφιάζω» και leiδi «τάφος», ίσως δε και με το αβεστ. raēθ «φεύγω,… …   Dictionary of Greek

  • μεταπατώ — μεταπατῶ (Μ) 1. αναχωρώ εκ νέου, μεταβαίνω σε άλλο μέρος 2. αναχωρώ έφιππος, ιππεύω …   Dictionary of Greek

  • μετοίχομαι — (Α) 1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου 2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι 3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω 4. διέρχομαι, περνώ 5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον 6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.… …   Dictionary of Greek

  • μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… …   Dictionary of Greek

  • προεξοδεύω — Α αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδεύω «αναχωρώ, φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξοδεύω — Α 1. αναχωρώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. συνοδεύω πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοδεύω «βγαίνω και πορεύομαι, αναχωρώ, φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • υπάπειμι — Α 1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά 2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»