-
1 чей
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
2 чья
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
3 чьё
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
4 в
в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά* * *в разн. знач. воσε, σ’, εις; γιαв теа́тре — στο θέατρο
в Москве́ — στη Μόσχα
войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι
е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα
в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων
в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί
в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε
в про́шлый раз — την περασμένη φορά
в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός
в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
-
5 высказываться
высказывать||сяἀποφαίνομαι:\высказыватьсяся ὁ ком-л. ἐκφράζω γνώμη γιά κάποιον \высказыватьсяся за кого-л., за что-л. ἀποφαίνομαι ὑπέρ τίνος· \высказыватьсяся против ἐκφράζομαι κατά τινος. -
6 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
7 чей
чеймест.1. вопр. τίνος, ποιανοῦ:чья это тетрадь? ποιανοῦ εἶναι τό τετράδιο;· чьи это книги? τίνος εἶναι τά βιβλία;·2. относ. τοῦ ὁποίου, τής ὁποίας, τῶν ὁποίων:герой, чье и́мя известно всем ὁ ήρωας τό δνομα τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστόν σέ ὅλους. -
8 высказать
высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)* * *λέγω, εκφράζω, διατυπώνωвы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου
вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω
-
9 высказаться
εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μουвы́сказатьсяся за что-л. (про́тив чего́-л.) — εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
-
10 чей?
(чья, чьё, чьи)ποιανού, τίνοςчья э́то кни́га? — ποιανού είναι αυτό το βιβλίο
чей э́то портфе́ль? — ποιανού είναι ο χαρτοφύλακας
чьё э́то письмо́? — ποιανού είναι το γράμμα
чьи э́то кни́ги? — ποιανού είναι τα βιβλία
-
11 аргумент
аргументм τό ἐπιχείρημα:приводить \аргументы в пользу чего́-л. προβάλλω ἐπιχειρήματα ὑπέρ τινός. -
12 бороться
боротьсянесов прям., перен παλεύω, πολεμώ, ἀγωνίζομαι:\бороться с усталостью παλεύω μέ τήν κούραση; \бороться с предрас-су́дками πολεμώ τίς προλήψεις; \бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη; \бороться против чего-л. ἀγωνίζομαι ἐνάντια σέ κάτι (или κατά τίνος). -
13 заступаться
заступатьсянесов, заступиться сов (за кого-л.) παίρνω τό μέρος κάποιου, συνηγορώ (ὐπέρ τίνος) / ὑπερασπίζω (защищать)/ ὑποστηρίζω (поддерживать). -
14 некоторый
некотор||ый1. мест. κάποιος, τις:в \некоторыйых районах σέ μερικές περιοχές· с \некоторыйого времени ἀπό τίνος χρόνου, ἐδῶ καί κάμποσο καιρό· на \некоторыйое время γιά λίγο καιρό, ὁρισμένο διάστημα· до \некоторыйой степени ὡς ἕνα σημείο· \некоторыйым образом κατά κάποιο τρόπο·2. \некоторыйые мн. μερικοί:\некоторыйые из них μερικοί ἀπ' αὐτούς, μερικοί ἐξ, αὐτῶν. -
15 оборонять
оборонятьнесов ὑπερασπίζω, προασπίζω, ἀμύνομαι τινός. -
16 посредитво
посреди́тв||ос:при \посредитвое чего́-л., кого-л. διά μέσου κάποιου, μέσω τινός. -
17 раскусить
раскуси||тьсов1. см. раску́сывать-2. перен (понять, хорошо узнать) разг καταλαβαίνω, μαθαίνω:\раскусить в чем дело καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται· теперь я тебя \раскуситьл τώρα κατάλαβα τί καπνό φουμάρεις. -
18 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
19 слоновый
слон||овыйприл ἐλεφάν-τινος, φιλντισένιος:\слоновыйо́вая кость τό ἐλεφαντόδοντο, τό ἐλεφαντοστοῦν, τό φίλντισι· ◊ \слоновыйо́вая болезнь ἡ ἐλεφαντίαση[-ις]. -
20 смекн;уть
смек||н;утьсов разг μοῦ κόβει, καταλαβαίνω:\смекн;утьну́ть в чем дело καταλαβαίνω (или ἐννοώ) περί τίνος πρόκειται.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τινός — τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνος — τίς gen sg τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινος — τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek