-
41 κύνωψ
-
42 κώνωψ
-
43 λιπαρώψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρώψ
-
44 μαρμαρωπός
μαρμᾰρ-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαρωπός
-
45 μεγαλωπός
μεγᾰλ-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλωπός
-
46 μισοκύκλωψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισοκύκλωψ
-
47 μονώψ
A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21, 648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl.μονῶπα Call.Fr.28.2P.
2 μόνωψ, ὁ, bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit. -
48 μόνωψ
-
49 μυριωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριωπός
-
50 μώλωψ
A mark of a stripe, weal, bruise, Hyp.Fr. 200, Arist. Pr. 889b10, LXX Is.53.5, D.H.16.5, Plu.2.565b, etc.; of an eruption resembling mosquito bites, Herod.Med. ap. Aët.5.129; blood-clot, Paul.Aeg.6.8 (pl.); πορφύρεοι μώλωπες, satirically of kings, Daphit. ap.Str.14.1.39. -
51 νυκτάλωψ
A = ὁ τῆς νυκτὸς ὁρῶν, i.e. suffering from day-blindness, Id.Prorrh.2.33, cf. Gal.19.435, 14.776 ; ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ ν. ὀξυδερκής Prov. ap. Jo. Sic.in Rh.6.293 W. ; but also,2 = ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, night-blind, Gal.19.124, cf. Plin.HN8.203, Aët.7.48, etc.3ν.
ubi homo neque matutino tempore videt neque vespertino,Ulp.
in Dig.20.1.10.4.II as Subst., incapacity to see except in bright light, night-blindness, Hp.Epid.6.7.1, Arist.GA 780a16 (pl.), Gal.10.84, Id. ap. Orib.Syn.8.48.1.2 day-blindness, Dem.Ophth. ap. Simon.Jan. s.v. nictilopa.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτάλωψ
-
52 νυκτωπός
A = νυκτερωπός, λαθοσύνα E.IT 1279 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτωπός
-
53 ξανθωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξανθωπός
-
54 οἰνωπός
Aοἶνοψ, βότρυς Semon.180
, E.Hyps.Fr.41.111 ; οἰ. ἄχνη, i. e. wine, Id.Or. l.c. ;οἰ. δράκων Id.IT 1245
(lyr.) ; ruddy-complexioned, γένυς, of Dionysus, Id.Ba. 438 ; of Polydeuces, Theoc.22.34 ; but, dark-complexioned, Hp.Mul.2.111 ; black mixed with bright light, Arist.Col. 792b6 ; ; dark, of ivy, prob. in S.OC 674 (lyr.) ; of the fruit of the ἀρία, = φελλόδρυς, Thphr.HP3.16.3 ; of theοἰνάς 11
, Arist.Fr. 347 ;ἰχώρ Philum.Ven.18.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνωπός
-
55 οἰνώψ
-
56 παλαιομώλωψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιομώλωψ
-
57 παραβλώψ
A looking askance, squinting,παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503
, AP11.361 (Autom.);π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7
; of a person, Ael.Fr. 325; alsoπ. Λιταί Corn.ND12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλώψ
-
58 παρθενωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθενωπός
-
59 πολυωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυωπός
-
60 πολυώψ
См. также в других словарях:
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ὠπός — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠπός — ὤψ eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπος — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] … Dictionary of Greek
αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek
πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] … Dictionary of Greek