-
21 βόωψ
-
22 γλαυκωπός
γλαυκ-ωπός, όν, = foreg., Corn.ND20, Ael.NA17.23, Eust.86.46:—also [suff] γλαυκ-ώπης, ὁ, Eust.1389.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκωπός
-
23 γλαυκώψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκώψ
-
24 γογγυλωπός
γογγῠλ-ωπός, όν,A round-faced, stout-looking, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γογγυλωπός
-
25 γοργωπός
γοργ-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γοργωπός
-
26 γοργώψ
-
27 γυναικόκλωψ
A stealer of women, Lyc.771.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόκλωψ
-
28 δεινωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεινωπός
-
29 δεινώψ
-
30 εὐώψ
-
31 θυμάλωψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμάλωψ
-
32 κελαινώπας
A black-faced: hence, gloomy, (lyr.):—fem. [suff] κελαιν-ῶπιςνεφέλα Pi.P.1.7
:—also [suff] κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινώπας
-
33 κελαινώψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινώψ
-
34 κεραώψ
-
35 Κέρκωψ
A man-monkey, name of a race of mischievous dwarfs connected by legend with Heracles, Diotim. ap. Suid.s.v. Εὐρύβατος; ἕδραι Κερκώπων, near Thermopylae, Hdt.7.216; subject of poem ascribed to Hom., Harp., Suid.2 metaph., knave, Aeschin.2.40, LXXPr.26.22, Gal.14.648;γόης τις ἢ Κ. λόγων Com.Adesp.1307
; οἱ Κέρκωπες or Κερκώπων ἀγορά, at Athens, Knavesmarket, D.L.9.114, Eust.1430.35. -
36 κοιλωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλωπός
-
37 κριωπός
κρῑ-ωπός, όν,A = κριοπρόσωπος 1, Trag. ap. Phot.p.151 R.; = κριός VII, POxy.1801.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριωπός
-
38 κυανωπός
κῠᾰν-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανωπός
-
39 Κύκλωψ
Κύκλωψ, ωπος (acc. - οπα, v. infr.), ὁ, Cyclops, freq. in pl., oneeyed giant savages, Od.9.106, Hes.Th. 139, Th.6.2, etc.: prop.A Round-eyed,Κύκλωπες δ' ὄνομ' ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ' ἄρα σφέων κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ Hes.Th. 144
: hence as Adj., κ. σελήνη the round-eyed moon, Parm. 10.4; κύκλοπα κούρην, of the pupil of the eye, Emp.84.8: sg. in Od. always of Polyphemus, 1.69, al.2 mythical builders of prehistoric walls at Tiryns, Mycenae, etc., Hellanic.88 J., Pherecyd.12,35 (a) J., B.10.77, Str.8.6.11; τὰ Κυκλώπων βάθρα, i.e. Mycenae, E.HF 944.3 Κύκλωπες, οἱ, a throw of the dice, Eub.57.6. -
40 κυνοβλώψ
A with a dog's look, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοβλώψ
См. также в других словарях:
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ὠπός — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠπός — ὤψ eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπος — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] … Dictionary of Greek
αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek
πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] … Dictionary of Greek