Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥῡμός

См. также в других словарях:

  • ρυμός — ο / ῥυμός, ΝΜΑ 1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές τού οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι 2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο τού αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του… …   Dictionary of Greek

  • ῥυμός — ῥῡμός , ῥυμός pole of a chariot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • REMULCUS — Graece ῥυμουλκὸς est, unde ῥυμουλκεῖν, τῷ ῥυμῷ ἕλκειν, de navibus, quae fune trahuntur, apud Auctorem Peripli Maris Erythr. Sic ῥυμὸς, remus: quomodo lotum tubae vocâsse Veters, Servius auctor est. Vide Salmas. ad Solin. p. 1116. coeterum remum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TEMO — Vatroni, l. 6. de LL. a temendo, quod plaustrum teneat ac gubernet. Graece ῥυμὸς; in antiquis curribus duplex erat. Veteres enim, ut passim ex antiquis monumentis, nummis, annulis, videre est, quatuor equos sic iungebant, ut duplici temone equis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… …   Dictionary of Greek

  • ακρορρύμνιον — ἀκρορρύμνιον, το (Α) το μπροστινό άκρο τού ρυμού* που είναι δεμένο επάνω στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ρυμὸς* «ξύλο άμαξας»] …   Dictionary of Greek

  • δίρρυμος — δίρρυμος, ον (Α) (για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»] …   Dictionary of Greek

  • διρρυμία — διρρυμία, η (Α) [δίρρυμος] 1. το να είναι κάτι δίρρυμο 2. διπλός ρυμός …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ιστοβοεύς — ο (Α ἱστοβοεύς) ο ρυμός τού αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»